United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα τα βουνά εκείνα γύρω του, ως στοιβάδες πελωρίων απολιθωμένων κυμάτων, οι μαύροι κρημνοί εις τα πλάγια των βράχων, των κυανών ουρανών τα βάθη, η τραχεία λάμψις του φωτός, το απύθμενον των αβύσσων βάθος, τον ετάραττον. Μία απελπισία τον εκυρίευσε επί τη θέα της ερήμου η οποία διέγραφεν εις τα ανώμαλα εδάφη της αμφιθέατρα και παλάτια κρημνισμένα.

Μέσα εις την ασάλευτον γαλήνην, όλα ζωή και λάμψις και άρωμα. Θάλασσα και ουρανός, καθρέπτης διαφανής, ατελεύτητος· βαρκούλες ψαράδων εδώ κ' εκεί, και φωναί και γέλωτες ηχηροί πότε, πότε, ους επανελάμβανεν η ηχώ των απέναντι βράχων. Έμειναν πολλάς ώρας εις το νησάκι.

Εκείνη ηγέρθη ζωηρά, λάμψις εκπλήξεως και χαράς διήλθε διά του μετώπου της και χωρίς να είπη λέξιν ερρίφθη εις τας αγκάλας του Βινικίου.

Μία λάμψις χρυσή και κρινόχρους εκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον τον ουρανόν. Ο Ούρσος ήτο ευτυχής βλέπων τους δύο αρραβωνιασμένους. Εις την γαλήνην της εσπέρας εκείνης συνωμίλουν κρατούμενοι εκ της χειρός. — Δεν δύναται να σου συμβή τίποτε το δυσάρεστον, Μάρκε, αφού ανεχώρησες από το Άντιον εν αγνοία του Καίσαρος; ηρώτησεν η Λίγεια. — Τίποτε, αγάπη μου, απήντησεν ο Βινίκιος.

Ο βράχος, εφ' ον ανήλθεν ο άγνωστος, ήτο το εκφαντότερον μέρος της μικράς κοιλάδος. Ήτο όλος περίοπτος. Εκεί η λάμψις της σελήνης κατέπιπτε καθαρωτέρα και ο Βράγγης είδε τότε ή τω εφάνη ότι είδεν, ότι το δέμα όπερ εκράτει ο παράδοξος άνθρωπος εις τους βραχίονας, εκινείτο, ως να ήτο έμψυχον.

Το ζήτημα εκείνο απησχόλει τότε τα πνεύματα ως σήμερον το ανατολικόν, η δε Ιωάννα, αγνοούσα την περί τούτου γνώμην του ξενίζοντος, απεκρίθη διπλωματικώς ότι, καθώς ο ήλιος είνε εν τω ουρανώ, η δε λάμψις και θερμότης αυτού επί της γης, ούτω και το σώμα του εκ δεξιών του Πατρός καθημένου Χριστού ευρίσκεται εν τω άρτω και οίνω της Μεταλήψεως.

Πόσον διήρκεσε φυσικά δεν κατώρθωσα ν' αντιληφθώ, αλλά παρετήρησα ανοίξας τα μάτια μου μίαν φοράν ακόμη ότι τα πέριξ αντικείμενα ήσαν ορατά. Μία λάμψις παράδοξος, θειαφένια, της οποίας δεν κατώρθωσα να διακρίνω την προέλευσιν, μου επέτρεπε να διακρίνω την έκτασιν και το σχήμα της φυλακής μου. Είχα απατηθή οικτρώς, ως προς την έκτασιν αυτής.

Και τι, εάν τα μάτια της εκεί επάνω ήσαν; Και τι, εάν κατέβαιναν ς' την κεφαλήν της τ' άστρα; — Η λάμψις του μετώπου της θα θάμπονε τ' αστέρια, καθώς θαμπόνει λύχνου φωςτην λάμψιν της ημέρας, και θα' χυναν τα μάτια της ‘ς τους ουρανούς επάνω ένα ποτάμι φωτερόν να φέγγη τον αιθέρα, που τα πουλιά να κελαδούν 'σαν να μην ήτο νύκτα! Ιδέ την, πώς ακούμβησε το μάγουλον ‘ς το χέρι.

Και το αόρατον πρόσωπον, το οποίον πάντοτε μου έσφιγγε τη φούχτα, άνοιγε τους τάφους της ανθρωπότητος, και από καθένα έφευγεν η ασθενής και φωσφορίζουσα λάμψις της αποσυνθέσεως, εις τρόπον ώστε ήτο δυνατόν να ερευνήσω το βάθος των κρυφιωτέρων καταφυγίων . . . Και ιδού ότι παρετήρησα τα θαμμένα σώματα, εις τον σκοτεινόν και βασιλικόν ύπνον των, με συντροφιά το σκουλήκι.

Εκράτει και εκρότει διά των χειρών της τα χρυσά φλωρία, ων η χρυσή λάμψις από το φως του λυχναρίου απαστράψασα αντανακλάτο επί του ωχρού προσώπου της ως διά χρυσών ακτίνων και χρυσής αίγλης, περιβάλλουσα όλην εκείνην την σεμνήν της παρθένου μορφήν, ήτις έφεγγεν εν μέσω του σκοτεινού κατωγείου ως μορφή μάρτυρος στεφανηφορούσα.