United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτρεξαν οι γιατροί, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της. Μα η γιαγιά δεν εμίλησε. Μέρες πολλές δεν έβγαλε λόγο. Καθότανε σαν πεθαμένη στο κρεββάτι της και μόνο κινούσε κάποτεκάποτε το δεξί της χέρι στον αέρα, για να ζητήση κάτι. Εγώ έμπαινα κρυφά στην κάμαρά της, της έπιανα το χέρι της και το φιλούσα. — Γιαγιά! άνοιξε το στόμα σου, γιαγιά, και πες μου τι έγινε το βασιλόπουλο. Πες μου το εμένα κρυφά.

Έστρεψε το βλέμμα πέριξ, ητένισε τον υιόν της, ο οποίος της εφάνη παραπονούμενος διά την προτίμησιν εκείνην. — Τόρα έχω δυο γιους· είπεν υπερηφάνως. Και περιβαλούσα διά της αριστεράς χειρός τον Ζάχον, έσφιξεν αυτόν και το καρυοφύλλι εις τον κόλπον της, φιλούσα και τα δύο μετά της αυτής ορμής. — Στάσου, Δημήτρη, στάσου!

Καλώς ορίστε, παπού· σαν το κρύο νερό· είπε χαμογελώσα η Μπήλιω και φιλούσα την χείρα του.

Της έδωκα υπόσχεσι, ότι αν είχε την καλωσύνη να μ' ελευτερώση από το θεριό, αν έπαιρνα ποτέ γυναίκα, ένα χρόνο ούτε θα τη φιλούσα ούτε θα την αγκάλιαζα. — Λοιπόν, είπεν η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια, θα το υπομείνω όπως μπορώ». Αλλά όταν η υπηρέτριες, το πρωί, της φόρεσαν τον πέπλο των παντρεμμένων γυναικών, γέλασε θλιβερά, και συλλογίστηκε ότι δεν είχε δικαίωμα σ' αυτό το στολίδι.

Τι σώκανα, ψυχή μ'; Τι σώκανα, καρδούλα μ'! τη ρώτησε με τρυφεράδα η γριά. — Πώς τι μώκανες; Εγώ έγλεπα στον ύπνο τον πατερούλη μ', κι' εκεί που τον αγκάλιαζα και τον φιλούσα, με ξύπνησες εσύ! Γιατί να με ξυπνήσης, καημένη βάβω; Αχ! η καημένη, πώς έχασα τον πατέρα μ' μες από την αγκαλιά μ'! Αχ! γιατί να μη τον αγκαλιάσω πολύ σφιχτά, για να μη μου φύγη, και να ξυπνήσωμε μαζύ!

Εγώ μονάχα θα σας 'πω πως ήλθα 'στην Αθήνα ξεσκούφωτος ... πιστεύσετε πως δεν σας λέγω ψεύμα· την ώρα όπου έψαλλα στροφάς 'στην Σαλαμίνα, επήρε το καπέλο μου σφοδρόν αέρος ρεύμα. 'Στην τόσην ευτυχίαν μου εβάρυνε κι' εκείνο, και το πατρώον έδαφος ξεσκούφωτος 'φιλούσα . . . αν ήλθα Πτωχοπρόδρομος, κι' αν τέτοιος απομείνω, ας όψεται ο κύριος Απόλλων και η Μούσα.

Είχε τόση δύναμη και το αίστημά της κι αυτή η ίδια όταν έλεγε τα λόγια αυτά, ώστε με σύγχυσε. Άφωνος την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα με το αίστημα πως φιλούσα για πρώτη φορά την αρρεβωνιαστικιά μου. Και γνώριζα μαζί της πως η γις δεν έκρυβε μεγαλήτερη ευδαιμονία. Ο Σβεν βρήκε σύντροφο να παίζη κι αυτό είταν κατιτί σημαντικό στη μικρή ζωή του.

»Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τώχα για χαρά μου »αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό 'φιλούσα » — γιατ' είμαι νιος ευγενικός κι ώμορφος μέσα σ' όλους — »μ' αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη, »θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Θα με πάρετε κ' εμένα μαζί, μάνα; εψιθύρισε περιπτυσσόμενος τον λαιμόν της. — Τι λες, χαδούλη μ'! τι λες, πηδί μ'; απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιέ μ'· κι' αν απομείνω, για σένα θ' απομείνω, γυιόκα μ', για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παπάς σ' και να κάμης μετάνοια του παπά σ', να πλαγιάσης, για να μη μαργώνης, κανάρι μ'!