United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ε! Μην το λέτε αυτό. ΑΡΓΓΑΝ Πώς! να μην το λέω αυτό; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όχι. ΑΡΓΓΑΝ Και γιατί να μην το λέω; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Γιατί όποιος σας ακούση, θα πη πως δεν σκέπτεσθε τι λέτε. ΑΡΓΓΑΝ Ας πη ό,τι θέλει· εγώ σου λέω ότι θέλω να εκτελέση η κόρη μου την υπόσχεσι που έχω δώσει. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Είμαι βεβαία πως δε θα το κάνη. ΑΡΓΓΑΝ Θα την αναγκάσω να το κάνη. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Σας λέω πως δε θα το κάνη.

Το ίδιο εφώναξαν εις την γλώσσαν τους και όλα τα πουλιά, και βλέποντας ότι έκλαιεν η Μηλιά ενώ την αποχαιρετούσαν, της έδωκαν την υπόσχεσι να την βλέπουν συχνά. Οι γάμοι έγειναν την επομένην εβδομάδα με περισσή μεγαλοπρέπεια και πομπή. Εις αυτούς ήσαν καλεσμένοι και οι θετοί γονιοί της Μηλιάς, ο γέρος και η γρηά, που τους έκαμνε να φαίνωνται δέκα χρόνια νεώτεροι η χαρά.

Άλλοι γκρεμίζονται στη θάλασσα· άλλοι τσακίζονται στις σπηλιές· άλλοι παίρνουν τα πλάγια· άλλοι ανεβαίνουν κατάρραχα και ακόμη τρέχουν να φύγουν αόρατον εχθρό. Ρίχνει βλέμμα στον σκύλο του, θέλει να του θυμήση την παλιά υπόσχεσι. Μα κ' εκείνος αναμαλλιάρης, ολότρεμος γρούζει μόνον και πάσχει να χαθή κάτω από τα πόδια του αφέντη του.

Πες της να θυμηθή της περασμένες μας χαρές, της μεγάλες λύπες, τους μεγάλους πόνους, και της χαρές, και της πίκρες της άδολης και τρυφερής μας αγάπης· να θυμηθή το μαγεμένο κρασί που μαζύ ήπιαμε στη θάλασσα· να θυμηθή τον όρκο που της έδωσα ότι μόνον αυτή θ' αγαπώ. Εκράτησα την υπόσχεσί μουΠίσω από τον τοίχο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια άκουσε αυτά τα λόγια. Σχεδόν ελιποθύμησε.

Ο Ριόλ έδωσε υπόσχεσι να πάη στη φυλακή του Δουκός Χοέλ, να του ορκισθή πάλι πίστι και τιμή, να ξαναφτιάση τα πυρπολημένα χωριά και της πολιτείες. Στη διαταγή του, η μάχη έπαψε, κι' απεμακρύνθη ο στρατός του. Όταν οι νικητές γύρισαν στο Κάρχαιξ, ο Καερδέν είπε στον πατέρα του: «Μεγαλειότατε, καλέστε τον Τριστάνο και κρατήστε τον.

Της έδωκα υπόσχεσι, ότι αν είχε την καλωσύνη να μ' ελευτερώση από το θεριό, αν έπαιρνα ποτέ γυναίκα, ένα χρόνο ούτε θα τη φιλούσα ούτε θα την αγκάλιαζα. — Λοιπόν, είπεν η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια, θα το υπομείνω όπως μπορώ». Αλλά όταν η υπηρέτριες, το πρωί, της φόρεσαν τον πέπλο των παντρεμμένων γυναικών, γέλασε θλιβερά, και συλλογίστηκε ότι δεν είχε δικαίωμα σ' αυτό το στολίδι.

Σ' αυτόν τον άνδρα, έτοιμο ν' αποδείξη ότι ελευθέρωσε τον τόπο από το κακό, και ότι η κόρη σας δεν πρέπει να παραδοθή σ' έναν τιποτένιο, δίνετε υπόσχεσι να του συγχωρήστε όλα τα παληά σφάλματα του, όσο μεγάλα κι' αν είναι, και να του δώστε την ειρήνη και την ευχαριστία σας;» Ο Βασιληάς συλλογίστηκε και δε βιαζότανε καθόλου ν' απαντήση.

Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475 και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι•της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480 και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα• «ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου• εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485 τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».

Το κύμα ζηλιάρικο τον εσφιχτόδεσε στην αγκαλιά του, για πάντα τον εκράτησε. Τάχα έκαμε την υπόσχεσί του; Ποιος ξεύρει. Ο βιοπαλαιστής όμως αναπαύθηκε. Είμαστε άντρες εμείς· ό,τι και να ειπής, είμαστε άντρες! είπεν ο υποναύκληρος, με τρανήν επισημότητα καθησμένος ανάμεσα στο πλήρωμα. Έλληνας! σου λέγει ο άλλος· δεν είνε παίξεγέλασε.

Τη θάλασσα μόνον κυτάζουν αυστηρά, πεισμωμένα και άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται και πέφτει με ορμή, που λέγεις ανατρόμαξε κ' επισωπάτησεν εκείνη φοβισμένη. Έπειτα, σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του· χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήση· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί, θέλεις παρηγοριά, θέλεις μακρυνήν υπόσχεσι.