United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Πολύ καλά! ώρα καλή! το είπαμεν την πέμπτην. 'Σ την Ιουλιέταν πήγαινε, γυναίκα, πριν πλαγιάσης, κ' ειπέ της πότε γίνονται τα στεφανώματά της. — Καλήν σου νύκτα. — Φέρετε τον λύχνον μου επάνω! — Μα την ζωήν μου είν' αργά τόσον εξώρας είναι, ώστε κανένας κ' ενωρίς 'μπορεί να τ' ονομάση. Ο θάλαμος της Ιουλιέτας.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ω θαυμαστός υιός ικανός να ζαλίση τόσο μίαν μη- τέρα! Αλλά τι σέρνει κατόπι της αυτή η απορία της μη- τρός μου; Λέγε. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Επιθυμεί να σου ομιλήση εις την κάμαράν της πριν πας να πλαγιάσης. ΑΜΛΕΤΟΣ Θέλ' υπακούσωμε, και αν την είχαμε δέκα φοραίς μη- τέρα. Έχεις τι άλλο να μου ειπής; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Κύριέ μου, μία φορά μ' αγαπούσες.

Ταδέρφια σου θα γλεντίζουν ως το ταχύ. Εγώ με τη Γαρουφαλιά και με τις άλλες γειτόνισσες τα βολέβω, και θα τάχουμε μια ομορφιά όλα πριχού να φέξη. Καληνύχτα σου, ακριβή μου. Αρετ. Καληνύχτα, μαννούλα, μα να μου το τάξης πως θα πλαγιάσης και συ λιγάκι. Δέσπω. Έννοια σου, έννοια σου, αγάπη μου. Θα πλαγιάσω η δόλια μια και καλή. Στα ξώχωρα του χωριού κοντά στην Αγιά Μαρίνα. Νύχτα· φεγγάρι.

Τίποτε άλλο, είπεν εκείνος, παρά αφού το πίης να περιφέρησαι, έως να αισθανθής βάρος εις τα σκέλη σου, έπειτα να πλαγιάσης και έτσι αυτό θα ενεργήση. Και συγχρόνως επρόσφερε το ποτήριον εις τον Σωκράτην.

Εσύ, γυναίκα, πήγαινε κ' ιδέ την πριν πλαγιάσης, κ' ειπέ της ότι την ζητεί ο Πάρης, ο υιός μου, και ότι απεφάσισα — μ' ακούεις; — την τετάρτην.... στάσου· τι 'μέρα είν' αυτή; ΠΑΡΗΣ Δευτέρα, Κύριε μου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δευτέρα; Α! 'σαν γρήγορα θα ήναι την τετάρτην. Την πέμπτην ας το κάμωμεν. Να της ειπής την πέμπτην με τούτο τ' αρχοντόπουλον οι γάμοι της θα γείνουν.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Λοιπόν αμέσως γύρισε ‘ς το σπίτι του πατρός σου· καμώσου την χαρούμενην ειπέ ότι τον Πάρην τον θέλεις, κ' υπανδρεύεσαι· και αύριον τετάρτην εύρε τον τρόπον μοναχή την νύκτα να πλαγιάσης, χωρίς η παραμάνα σου να κοιμηθή κοντά σου.

Τι με θέλεις, πατέρα; εψέλλισεν η Αϊμά. — Είσαι διά ταξείδι, είπεν ο Γύφτος. — Διά ταξείδι; επανέλαβεν ο Μάχτος απορηματικώς. — Θα υπάγης μαζύ με τους φίλους μου εκεί, είπεν αυθαδώς ο Πρωτόγυφτος, δείξας την θύραν. — Διά πού, πατέρα; ηρώτησεν ενεός ο Μάχτος. — Δεν είνε δουλειά σου, εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Σύρε να πλαγιάσης. Γμρου!