United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι έγιναν εκείνα τα χρόνια, μαννούλα μου! — Τι έγιναν εκείνα μαθές, παιδάκι μου! . . . Και τότε ίστατο και την έβλεπε και αυτός σιωπηλός και ακίνητος. Την εκύτταζεν, ως εν απορία προς το αιώνιον πρόβλημα της ζωής, το οποίον ιδού ανωρθούτο ενώπιόν του μαύρον, ως φάντασμα, ως ο σκελετός εκείνος με το δρέπανον . . . — Διατί να γηράσκωμεν! και διατί να αποθνήσκωμεν!

Σε ξέρω, μαννούλα, και πια δε με γελάς. Κάτι θες να του κρυφομιλήσης πάλε του Κωσταντή. Ήθελα και γω να σου πω κάτι, μα καλλίτερα όχι. Δέσπω. Σαν τι λογής; Αρετ. Γιατί να τον καταλαλήσω το δύστυχο! Αυτός κακό δεν είχε στο νου του. Είτανε μια τρέλλα, μα θαρρώ πως γατρεύτηκε πια ως τώρα. Τίποτις, μάννα, τίποτις. Έτσι το είπα. Δέσπω. Ο Θεός να μας φυλάη!

Οι λόγοι ούτοι ηύφραινον πραέως τας δύο γυναίκας κ' εγλύκαινον την πικρίαν των, ως το αγνόν γάλα, το οποίον ηδέως μαλακύνει τον ξηρανθέντα υπό της νόσου φάρυγγα! — Ένα ξερό κορμί είσαι, κόρη μου. Παιδιά δεν έχεις. Δόξα σοι ο θεός! Θα περάσης τον ψεύτικον αυτόν κόσμον. Με το αμπελάκι σου, θα ψευτοπεράσης. Επαρηγόρει την Θωμαήν η μητέρα της. — Και συ, μαννούλα μου, άλλο ένα ξερό κορμί είσαι.

Μα είνε μάλαμα η καρδιά του· κάκια τι θα πη δεν το ξέρει. Αρετ. Μαννούλα, εσείς με τα ξεφωνητά σας και γω λούζουμουν μονάχη μου. Για δες τα μαλλιά μου πως θρούνε σαν το μετάξι. Καθίζω τώρα και μου τα πλέχνεις, να σε χαρώ, γιατί όπου να είνε θα φανούνε κ' οι άλλοι. Δέσπω.

Μαννούλα, βασιλιάς γίνουμαι να σε βλέπω έτσι χαρούμενη. Κοίτα την τη νυφούλα πως καμαρώνει κι αυτή. Να τακούσουμε και το τραγούδι της μάννας, ας πέση κ' η χρυσή αυτή βροχή να μας ράνη. Δέσπω. Πήτε το σεις για τα μένα, κορίτσια. Πήτε το σεις με τη λυγερή σας φωνή. Κάλλιο να τον ακούγω τον καημό μου και να παρηγοριέμαι, παρά να τον τραγουδώ και να πικραίνω κι άλλες καρδιές. Γαρουφ.

Και η κυρά Πανώρια η μαννούλα του, ορθή ανάμεσα στον πεινασμένο λαό της, σκόρπιζε πρόθυμα την τροφή, καλόβουλη και γελαστή σαν την Κυρά τη Φύση που σκορπά για όλους ταγαθά της. Τώρα ποιος ξέρει τι να κάνουν κ' εκείνα; Σε τι ανυπομονησία θα βρίσκονται που δε βλέπουν ακόμη να προβάλη η τροφοδότρα τους. Άκου πώς τσιμπούν και χαρχαλεύουν την πόρτα!

Μου φάνηκε, πως άνοιξαν τα ουράνια, θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση, ότι ζη η μαννούλα μ'. — «Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρ'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάννα μ' είναι πεθαμένη.... θάχης κανένα λάθος.... » «Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάννα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε ζη και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα Ξένα και.... »

Στον ύπνο μου έβλεπα, μάννα μαννούλα μου, πως ήρθε ξένος άνθρωπος που με κύτταξεν άγρια πολύ κι' ύστερα μου φόρεσε στο λαιμό μια κόκκινη κορδέλλα. — Μόσκω Μοσκούλα, περίμενε να δώση ο ήλιος και θάρθ' η ξανθή κοπέλλα της κυράς να σου φέρη στην ποδιά της τ' άγριο τριφύλλι.

Πώς να την ιδή ευτυχισμένη και δοξασμένη, καμάρι των φίλων, αγκάθι των οχτρών της. Ακόμα και οι τωρινοί κόποι του για κείνη γίνονταν. Να δείξη στον κόσμο τη σειριά της· να την θαυμάσουν και να την προσκυνήσουν οι αιώνες. Μα εκείνη αντί να τον συντράμη στον αγώνα, τον άφησε μάρμαρο. Είνε ή δεν είνε ν' απελπίζεται κανείς! — Γιατί, μαννούλα μου, γιατί; εψιθύρισε παραπονεμένα.

Έχε γεια, μαννούλα μου, έχετε γεια όλοι σας, Φροσύνη, Γιάνη, αγάπη μου, έχετε γεια . . . — Αχ, μωρέ, πικρός που είνε αυτός ο αναθεματισμένος ο χωρισμός! Ένα πράμα κομπώνει εδώ στο λαιμό μου, εδώ, εδώ. ...» Και δεν μπόρεσε άλλα να πη. ΤΗΝ πέρασε την ζωή του κι ο γέρος ο Ανέστης στη ξενιτειά, ζωή παραδαρμένη, καραβοτσακισμένη ζωή.