Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Μαννούλα μου, άκουσε με που σε φωνάζω, μάννα μου, 'σαν το πουλάκι που πέφτει εις της μάννας του το στόμα. ΑΔΜΗΤΟΣ Την φωνάζεις αδίκως, δεν ακούει πια ούτε και βλέπει. Έτσι η ίδια μαύρη συμφορά ευρήκε και τους δυο μας. ΕΥΜΗΛΟΣ Πολύ μικρός, πατέρα μου, μένω ορφανός στον κόσμο• τι έπαθα, και συ, αδελφή μου, τι έπαθες μαζί μου!
Σαράντα μέρες πέρασαν, σαράντα μερονύχτια, Κι’ απάνω στη σαράντα μια, πριν ανατείλη ο ήλιος, Πετιέται ο Γιάννος, σα ζουρλός, πο το παχύ κρεβάτι, Αφίνει τη μαννούλα του στην αγκαλιά του ύπνου. Ζώνεται τ’ αλαφρό σπαθί κ’ αδράχνει το κοντάρι Και τρέχει-τρέχει, σαν πουλλί, σα γλήγορος πετρίτης, Και πάη στης Μάρως το χωριό, στ’ αρχοντικό της Μάρως.
— Μαννούλα, έλα πίσω! δε μ' ακούς! έλα πίσω, μαννούλα!.. ξαναφώναξε δυνατώτερα. Και σύγκαιρα έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε να κατεβή για να την καλοδεχτή. Στο κατώφλι όμως στάθηκε αποσβολωμένος. Η κορμοστασιά της μάννας του είχε γίνη θεόρατη· στη γη τα πόδια της και το κεφάλι στον ουρανό. Κι ανάμεσα στα χυτά μαλλιά της σιγοτρέμανε τ' αστέρια.
Κι ας πουν για αφτόν μια μέρα 'Αφτός απ' τον πατέρα του πολύ πιο παλικάρι' καθώς γυρνά απ' τον πόλεμο· και ματωμένα ας φέρνει 480 μαζί του λάφυρα, απ' οχτρό που σκότωσε παρμένα, που ναν τον δει η μαννούλα του και να χαρεί η καρδιά της.» Είπε, και βάζει το παιδί στης γυναικός τα χέρια, κι' εκείνη πίσω τόγυρε στο μυρισμένον κόρφο και πικροχαμογέλασε με μάτια δακρυσμένα.
Δεν ημπορώ να παντρευτώ, κυρά μου, πίστεψέ με, Κι’ ο Γιάννος κι’ η μαννούλα του να μη μου τώχουν κάκια.
Έτσι είπε, και στης μάννας του σηκώνεται και βάζει 585 τα χέρια πλουμιστό καφκί, και της λαλεί διο λόγια «Κάνε, μαννούλα, απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα, μήπως σε δουν τα μάτια μου, που σ' αγαπάω, στρωμένη στο ξύλο, και δε θα μπορώ να σε βοηθήσω τότες κι' ας λαχταρίζω. Σα βαρύ ν' αντιφερθείς του Δία.
— Καλύτερα, μαννούλα μου, οπού όλο βρέχει και χιονίζει, και κάθομαι κοντά σου, εις την παραστιά . . . — Την ευχίτσα μου νάχης, παιδί μου. Δεξιά και αριστερά! . . . επανελάμβανεν η γερόντισα αντί πάσης άλλης ομιλίας.
Ποίος μπορούσε αλήθεια να φαντασθή πως η γυναίκα του Ευμορφόπουλου θα είχε ένα τέτοιον επικήδειο ; Και η σκέψη εκείνη, πολύ θλιβερώτερη από το θάνατο του έφερε δυνατό λυγμό κ' έπεσε απάνω στο λείψανο· — Αχ! μαννούλα μου!., μαννούλα μου!.. Εκείνη τη στιγμή τελείωσε κι ο Αριστόδημος το λόγο του.
— Πόσες φορές μου τα είπες, μαννούλα μ' αυτά.... Τα ξέρω... Έλα να φάμε και να ευκηθούμε ακόμα μια φορά να τον καλοδεχτούμε, κι' ό τι θέλ' ο Θεός ας γένη! Της απολογήθηκε ο Γεωργάκης.
Κυττάζει προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . . Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη, ανέκραξε: — Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου, και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν