United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΙΛΩΝ Δυστυχισμένε θεριστή, τέπαθες τώρα τώρα; Ούτε το δρόμο ακολουθείς, όπως και πριν, τον ίσο, ούτε θερίζεις πλάγι μας, μα μένεις πάντα πίσω, σαν πρόβατο που πλήγωσε το πόδι του έν' αγκάθι και μένει πίσω απ' τάλλα αρνιά και πίσω απ' το κοπάδι. Ποιος είσαι συ, κακόμοιρε, που 'μέρα μεσημέρι αρχινισμένο αυλάκι σου αθέριστο ταφήνεις;

Το πουρνό καθώς χαράζει Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας· Το ταξίδι ακολουθόντας. Μοναχά μ' αυτό το στόμα Δυο ημερόνυχτα ακόμα Μες το ίδιο ξεροτόπι Φέρουν γύρα οι στρατοκόποι. Η φοράδα, που αποβλέπει, Τον υγιό της, σ' ό,τι πρέπει, Για καλό του να πεδέψη, Και με τρόπο να ορμηνέψη, Εστοχάστηκε αρκετό του, Για τ' ανέγνωμο μυαλό του, Όσο τότες είχε πάθη, Απατό του για να μάθη.

Αλλ' εις το περιβόλι της ευτυχίας μου εφύτρωσε κένα φαρμακερό αγκάθι, που το λένε ζήλια. Και το πρώτο του κέντημα τώνιωσα μια μέρα πάκουσα να λεν οι γυναίκες πως ο Γιάννης του Ραφτογιώργη, ένα ώμορφο και γερό παλληκάρι είκοσι χρονών, αγαπούσε το Βαγγελιό και θα τη ζητούσε. Έπαιζα εκεί κοντά κιόταν άκουσα την ομιλία πετάχτηκα. — Και το Βαγγελιό αγαπά τονε;

ΡΩΜΑΙΟΣ Τόσον μ' ετρύπησε βαθειά με τα σκληρά του βέλη, που να πετάξω δεν 'μπορώτα ελαφρά πτερά του. το βάρος της αγάπης μου το στήθος μου πλακόνει. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ρίξου επάνω της εσύ, να πλακωθή εκείνη. Τέτοιον παιδάκι τρυφερόντο βάρος σου θ' ανθέξη; ΡΩΜΑΙΟΣ Εσύ τον έχεις τρυφερόν; Σκληρός ο Έρως είναι, είναι στρυφνός κι’ ανάποδος, κεντά σαν το αγκάθι.

Πώς να την ιδή ευτυχισμένη και δοξασμένη, καμάρι των φίλων, αγκάθι των οχτρών της. Ακόμα και οι τωρινοί κόποι του για κείνη γίνονταν. Να δείξη στον κόσμο τη σειριά της· να την θαυμάσουν και να την προσκυνήσουν οι αιώνες. Μα εκείνη αντί να τον συντράμη στον αγώνα, τον άφησε μάρμαρο. Είνε ή δεν είνε ν' απελπίζεται κανείς! — Γιατί, μαννούλα μου, γιατί; εψιθύρισε παραπονεμένα.

«Χίλια δυο πράμματα, γεμάτα γλυκές αναμνήσες του παιδιακίσιου μου καιρού, σαν αφροστεφανωμένες εικόνες, ζωγραφισμένες με ουράνια χρώματα, φανίζονταν μπροστά μου κι' άρχισαν να καταπραΰνουν την ανυπομονησία μου. Εδώ έβλεπα τον εαυτό μου μικρό παιδί, να τρέχω ξυπόλυτο και στο τρέξιμο να μου μπη στο ποδάρι ένα φοβερό παλιουρίσιο αγκάθι.

Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, 465 Ή νερού καθόλου ικμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Όλη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ. 470 Το πουρνό καθώς χαράζει, Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας Το ταξίδι ακολουθόντας.