United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο διάστημα τούτο ρώτησε συχνά τη μητέρα της για την κατάστασή μου, αλλά δεν είπε τίποτε για τη σκηνή που της έκαμε η μάνα μου. Μια μέρα όμως έδειξε απροσδόκητη καλλιτέρεψη. Μπόρεσε μάλιστα να βγη και να καθήση στην αυλή. Η μητέρα της είχε πάει έξω κιόταν γύρισε και την είδε, νόμισε πως έβλεπε νεκρανάσταση. — Καλά 'σαι σήμερο; αι, κανακαρά μου;

Κιόταν το Βαγγελιό μάκουε να λέω πως μόνον αυτήν αγαπούσα και μέβλεπε να τραβιούμαι από τάλλα κορίτσια, πούθελαν να με φιλήσουν, κέτρεχα σαυτήν, ενθουσιαζόταν αληθινά, μέσφιγγε στην αγκαλλιά της και με καταφιλούσε. Μούμαθε και μια πεισματική μαντινάδα να τη λέω στις αντίζηλές της. Μιαν η γιαγάπη παγαπώ, μια 'νε μα το Θεό μου, Και τσ' άλλες παίζω και γελώ, για να περνά ο καιρός μου.

Από το χάδι, πούδιδε σαυτό τόνομα, θα καταλάβαινα πως δεν της ήτον αδιάφορος κιότι η αγάπη της για μένα ήτο παιγνίδι. Κοντά στους άλλους άρχισε να με πειράζη κιαυτός ο Γιάννης· κιόταν με συναντούσε μούλεγε: — Γιάε, μωρέ, άντρας, και θέλει και γυναίκα! — Ντα δε θα μεγαλώσω κεγώ; τούπα μια μέρα απειλητικά. — Ώστε να μεγαλώσης εσύ, θα το πάρω 'γώ το Βαγγελιό.

Πήγαινα στο κυνήγι, μόνο για να ζω στη μοναξιά και λησμονούσα το τουφέκι που κρατούσα. Στην πύλη είχα μάθει κάτι θλιβερά τραγούδια της εποχής και στις ερημιές πούτρεχα τα σιγοτραγουδούσα. Αλλ' απ' όλο ταίριαζε στη ψυχική μου διάθεση η «φαρμακωμένη» του Σολωμού. Κιόταν την τραγουδούσα, πάντοτε γέμιζαν δάκρυα τα μάτια μου. Το Βαγγελιό σαν τη φαρμακωμένη θα πήγαινε.

Το πείσμα μούδωκε το θάρρος να πω το δίστιχο, μισό τραγούδι μισό απαγγελία. Αλλά και το Βαγγελιό ήρθε στη βοήθειά μου· και με τη γλυκειά της φωνή τραγούδησε για μένα: Θαρρείς πως είμ' εγώ μικιό πως δεν πονεί η καρδιά μου; Σαν του μεγάλου καίουνται μέσα τα σωθικά μου. Κιόταν πιασμένη στο χορό πέρασε κοντά μου, έσκυψε μια στιγμή και με φίλησε.

Όρισε, αποκρίθηκα στη φωνή, φίλησα την άρρωστη, πριν προφτάση να μεμποδίση, κιόταν γύρισα να φύγω διάκρινα το κεφάλι της μητέρας μου πάνω από το χαμηλό αυλόγυρο. — Επαδά 'σαι, μωρέ, πάλι; είπε η φωνή της μάνας μου πειο ξαγριωμένη. — Μη φοβάσαι, Βαγγελιό, πράμμα, είπα σιγά στην άρρωστη. Έπειτα έτρεξα έξω και στο δρόμο βρέθηκα μπροστά στη μάνα μου.

Από τους άρρωστους ήτον ένας νέος τρελλός ή δαιμονιζόμενος, ως τον έλεγαν οι παπάδες. Στη λειτουργία τον ξάπλωναν μπρος στην ωραία πύλη· κιόταν έβγαζαν τάγια, ο παπάς τον πατούσε.

Στην αρχή δεν το πίστεψα· κιόταν βεβαιώθηκα δεν έκλαψα. Ο καϋμός μου μαζεύτηκε και κλείστηκε στη ψυχή μου, να μείνη εκεί για όλη μου τη ζωή. Έπειτα ήτο τόσο μεγάλο και σοβαρό πράμμα ο θάνατος κείνος, που δεν τον πήγαιναν τα δάκρυά μου, δάκρυα έως τότε παιδιάτικα, που μόνον για μικρά κιασήμαντα είχαν κλάψει. Ένα μόνο λόγο είπα στη μάνα μου: — Θωρείς τα 'δα; Η μάνα μου δεν είπε λέξη.

Έκλαψα πολύ στο δρόμο κιόταν έφτασα στην πόλη μού φάνηκε μαύρη. Πώς θάχα την υπομονή να περάσω τους μήνες πούμεναν ακόμη έως τις θερινές διακοπές; Και πώς θάχα νου να μελετώ και να παρακολουθώ την παράδοση; Άμα έπιανα βιβλίο, έμπαινε ανάμεσα της σελίδας και της προσοχής μου ένα πρόσωπο με μαύρα λυπημένα μάτια κι άκουα την αγαπημένη φωνή να μου λέγη. «Θέλουνε και δε θέλουνε, θα μ' αγαπάς

Ο καταχανάς τραβούσε προς το χωριό του· κιόταν έφτασε πέζεψε και μπήκε στο σπίτι του, όπου 'χε μείνει μόνο μια γριά μισόστραβη, συγγένισσά του. Ανέβηκε στο ανώγι· κιόταν μπήκαν στο χωριό κείνοι που τον ακολουθούσαν και φάνηκαν στις γωνιές των δρόμων, γιατί δεν είχαν το θάρρος να πλησιάσουν και να προβάλλουν φανερά, ο καταχανάς φάνηκε σένα παράθυρο.