United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ωραιοτέραν γυναίκα του κόσμου έχεις εις την εξουσίαν σου. — Κλεισθήτε ωραία βλέφαρα, και ας μη ιδούν ποτέ τον χρυσούν Φοίβον βασιλικώτερα μάτια! Είναι στραβά το στέμμα σου· θα το διορθώσω, και έπειτα θα διασκεδάσω. Α’. ΦΥΛΑΞ. Πού είναι η βασίλισσα; ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιγά, σιγά μη την ξυπνήσης. Α’. ΦΥΛΑΞ. Ο Καίσαρ έπεμψεΧΑΡΜΙΟΝ. Πολύ αργός ταχυδρόμος. Έλα γρήγορα· μόλις σε αισθάνομαι.

Αλλ' αν προτιμάς να κοιμάσαι, εγώ θα ησυχάσω και θα γείνω πιο άφωνος από τα ψάρια• όμως πρόσεξε μήπως εις τα όνειρα σου είσαι πλούσιος και όταν ξυπνήσης πεθάνης της πείνας. ΜΙΚ. Ω Ζευ θαυμαστέ και Ηρακλή αλεξίκακε, τι είνε αυτό που συμβαίνει; Σαν άνθρωπος ελάλησε ο πετεινός; ΠΕΤ. Παράδοξο σου φαίνεται ότι μιλώ σαν άνθρωπος; ΜΙΚ. Παράδοξο λέει; Κάποιο κακό θα μου συμβή και οι θεοί ας με σώσουν.

Αφού επί πολύ εθεώρησε χαιρεκάκως την τρέμουσαν Αϊμάν, ήρχισε να τη λέγη: «Εδώ είσαι, Γυφτοπούλεζα; Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; Καλά είσαι εδώ, καλά σ' έχω. Κοιμάσαι; Κοιμήσου, που να μη ξυπνήσης!» Η Αϊμά εν τούτοις εξύπνησε τεταραγμένη, και όλη ασπαίρουσα.

Όμως εγώ ‘ς το μεταξύ, και πριν εσύ 'ξυπνήσης, θα στείλω γράμμα κάθε τι να μάθη ο Ρωμαίος, κ' εδώ να έλθη· και αυτός κ' εγώ το 'ξύπνημά σου ‘ς τον τάφον θα προσμένωμεν και την ιδίαν νύκτα από εδώ ‘ς την Μάντουαν σε παίρνει ο Ρωμαίος. Ιδού ο τρόπος να σωθής από την εντροπήν σου, εκτός εάν ‘ς τα ύστερα το θάρρος σου κλονίση είτε της γνώμης αλλαγή, ή φόβος γυναικίσιος.

Κι όταν είμαι ήσυχη τότε και χαρούμενη, μου χαμογελά και φαίνεται ευτυχισμένος. Με κοιτάζει, όπως με κοίταζε όταν ζούσε, και πριν προφτάσω να στοχαστώ χάνεται πάλι. Ωστόσο είμαι ευτυχισμένη. Γιατί γνωρίζω πως είτανε κοντά μου. Έρχεται συχνά όταν εσύ κοιμάσαι και γω μένω άυπνη. Κάποτε λέω να σε ξυπνήσω. Μα δε τολμώ. Γιατί φοβούμαι πως αν ξυπνήσης, θα χαθή.

Κι' αν σου λέγει ο νους σου, σφάλλει, Όμια γλώσσα νάχουν κι' άλλοι, Συ ευτύς οπού ξυπνήσης Και τα λόγια σου αχινήσης, Σύνορω σ' αυτά δε βάνεις, Μήτε θέλεις ν' ανασσάνης, Κι' όσο να αποπλαγιόσης Μεταβιάς θελά τελιόσεις. Άντα είσαι σ' ομιλία Δε θυμάσαι άλλη χρεία. Κι' αν μ' αέραν ημπορούσες, Σαν ο τζίντζιρας να ζούσες, Η δουλιά η εδική σου Να λαλής επιζωής σου.

Η Χαλιμά τότε χαρούμενη άρχισε να στολίζεται και να ετοιμάζεται διά να παρουσιασθή εις τον βασιλέα· και προτού να φύγη έκραξε την αδελφήν της Μεδινά κρυφά και της λέγει· αγαπημένη μου αδελφή, εγώ έχω χρείαν μεγάλην από εσέ και σε παρακαλώ να μη μου ειπής όχι· ήξευρε ότι ο πατέρας μας έχει να με προσφέρη εις τον βασιλέα διά να γίνω νύμφη του και μη φοβήσαι τίποτε διά τούτο· μόνον άκουσέ με ευθύς που θα υπάγω έμπροσθεν εις τον βασιλέα, θέλω τον παρακαλέσει να έλθης και συ να κοιμηθής εκεί εις τον ίδιον νυμφικόν θάλαμον, διά να λάβω την ευχαρίστησιν να χαρώ ακόμη εκείνην την νύκτα την συντροφιά σου· και αν λάβω αυτήν την χάριν, καθώς ελπίζω, ενθυμήσου με προσοχήν να με ξυπνήσης την αυγήν μίαν ώραν προτού να εξημερώση και να μου ειπής ταύτα τα λόγια· «Αγαπημένη μου αδελφή, προτού να ξημερώση, που σχεδόν λείπει ολίγον, να μου διηγηθής μίαν μυθολογίαν από εκείνες τις εύμορφες παραβολές που ηξεύρεις»· και εγώ ευθύς θέλω σου διηγηθή μίαν και ελπίζω με τούτο το μέσον να ελευθερώσωμεν τον λαόν από ένα τέτοιου είδους άδικον θάνατον.

Αλλά συ ευδόκησες, να με ξυπνήσης. Στον πόνο που με βύθισες είνε αδύνατο πλέον ν' ακούσω τίποτ' άλλο απ' της άρπες των λογισμών που σε δοξάζουν κι' απ' το ποτάμι της αιωνιότητας που τρέχει στα πόδια σου. Το κυπαρίσσι της ζωής μου σαλεύει την κορφή του προς τους ουρανούς. Βράδυ και πρωί περιμένει πως θα καταδεχτής να το κάψης, το μαύρο κυπαρίσσι που το ξέχασαν οι κεραυνοί σου, Κύριε!

Εγώ ονειρεύομαι; — Σύρε να πλαγιάσης, Μάχτο, επανέλαβεν αμειλίκτως ο Γύφτος. Αλλ' η τελευταία αύτη παρακέλευσις επήνεγκε το εναντίον του σκοπουμένου αποτελέσματος. Αφύπνισε τον Μάχτον ολοσχερώς. Διότι μέχρι τούδε ο Πρωτόγυφτος δεν ηπατάτο λέγων ότι ο Μάχτος ωνειρεύετο. — Θα μου πης, πατέρα, τι είνε; έκραξεν ανυπομόνως ο νέος. — Όταν ξυπνήσης, Μάχτο, είπε σαρκαστικώς ο Πρωτόγυφτος.