United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τη είπεν όμως με φωνήν τρέμουσαν·Δεν φέρεσαι καλά, κυρά· εγώ ήλθα να σε παρακαλέσω δι' ένα μικρόν πράγμα, καθώς ενόμιζα, και συ το έκαμες βουνόν. Ας είνε, εγώ θα παραπονεθώ και εις τον άνδρα σου ακόμη, και ελπίζω εκείνος να φερθή διακριτικώτερα. — Φεύγ' απ' εδώ, έγρυξεν η χωρική. Η Αϊμά εξήλθεν εκ της μικράς επαύλεως αιδήμων και τεταραγμένη.

Αι τελευταίαι σκηναί &του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας& είνε πλήρεις μεταστροφών προερχομένων εκ του πάθους και των ατυχημάτων. Επιτυχία και καταστροφή διαδέχονται αλλήλας μετά μεγάλης ταχύτητος. Η τύχη ίσταται επί του τροχού της πλειότερον του συνήθους, τυφλή και τεταραγμένη.

Άμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην. — Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξε με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν. Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα. — Πούαυτόν τον κόσμο, θεια Χαδούλα; ηρώτησε.

Αλλά κατά την ορθήν του Johnson παρατήρησιν δεν φαίνεται φυσική η επιδεξιότης της αύτη περί το υποκρύπτειν τας εννοίας της, ενώ η ψυχή της είναι εισέτι τεταραγμένη εξ όσων περί του Ρωμαίου επληροφορήθη. Αλλ' η παρακοή της Αρετής εξεγείρει την οργήν του πατρός αυτής, καθώς η της Ιουλιέτας παροργίζει τον γέροντα Καπουλέτον.

Η Σμάλτω μόλις έφθασεν εκεί, έστρεψεν ολίγον την κεφαλήν χωρίς να θέλη, και διά του κανθού των οφθαλμών παρετήρησε την σκιάδα. Αλλ' ευθύς, ως να είδεν αυτήν υπερφυσικού μεγέθους και να εξέλαβε διά σκελετώδεις γαμψώνυχας δακτύλους τους εξέχοντας προς τ' άνω στύλους της και δι' ανωρθωμένην χαίτην εξηγριωμένου θηρίου την χορτώδη στέγην της, απέσυρε το βλέμμα τεταραγμένη.

Εκείνη ήκουε τους λόγους μου τεταραγμένη και με την κεφαλήν προς τα κάτω, χαράττουσα συγχρόνως μερικάς γραμμάς διά καλάμου επί της άμμου. Έπειτα ύψωσε τους οφθαλμούς, τους εχαμήλωσε πάλιν επί των σημείων, τα οποία είχε χαράξει, τους επανέφερεν επ' εμού ως εάν ήθελε να μου απευθύνη ερώτησιν και έφυγεν αιφνηδίως ως μία Αμαδρυάς νύμφη τρεπομένη εις φυγήν επί τη θέα αγροίκου Φαύνου .

Αφού επί πολύ εθεώρησε χαιρεκάκως την τρέμουσαν Αϊμάν, ήρχισε να τη λέγη: «Εδώ είσαι, Γυφτοπούλεζα; Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; Καλά είσαι εδώ, καλά σ' έχω. Κοιμάσαι; Κοιμήσου, που να μη ξυπνήσης!» Η Αϊμά εν τούτοις εξύπνησε τεταραγμένη, και όλη ασπαίρουσα.

Η ψυχή μου είναι τεταραγμένη και μελαγχολική, καίτοι αισθάνομαι ότι με εκείνο το οποίον έψαλα ως δοκίμιον, δύναμαι να εμφανισθώ εις το κοινόν και ότι θα καταγάγω θρίαμβον, οποίον ουδέποτε κατήγαγε Ρωμαίος. — Δύνασαι να εμφανισθής εδώ, εις την Ρώμην και ανά την Αχαΐαν. Σε εθαύμασα με όλην την ψυχήν μου, θεσπέσιε, απήντησεν ο Πετρώνιος. — Το ηξεύρω. Είσαι πολύ οκνηρός εις το να εκφράσης τον έπαινον.