United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τ' αρνί, Βασίλη, δεν βλέπεις και τ' αρνί; είπε μία χωρική εις τον πλησίον σύντροφόν της. — Ώμορφο πράμμα, εψιθύρισεν ούτος, θωπεύσας τον Γιάννο. — Ε μωρέ, για το σουβλί! εφώναξεν άλλος, φέρων την χείρα του υπό την ουράν του Γιάννου, ως κάμνουν οι κρεοπώλαι δια να εκτιμήσουν το πάχος των αρνίων. — Kαι ξέρει κάτι τραγούδια! . . . επρόσθεσεν άσεμνον γραΐδιον, δήθεν χαριτολογούν.

Ο σκοπός είναι ίσια ίσια να διακρίνη ποιος από τους δυο είναι ο ντόπιος τύπος και ποιος είναι ο ξένος. Άμα κάμη αφτή τη σημαντική διάκριση, θα καταλάβη που ένας από τους δυο τύπους είναι ο σωστός και που ο άλλος είναι μαθημένος απ' αλλού . Άμα είναι έτσι, κ' η γλώσσα του χωρικού δεν είναι πια χωρική γλώσσα· καταντά και κείνη γλώσσα κοινή.

Μάλωσε τα παιδιά σου να μη μου χαλνούν τον κήπον. — Έχεις κήπον; — Έχω ένα μικρόν. — Και τι έχεις σπαρμένα; κρομμύδια, μαρούλια; . . . — Όχι. Βασιλικούς και άλλα διάφορα μυριστικά. — Ουφ! είπεν η χωρική, αισθανθείσα αηδίαν επί τη ματαιοπονία της νέας. Και τι σου χρησιμεύουν αυτά; — Μ' αρέσουν, είπεν η Αϊμά. — Και σου τα χαλνούν τα παιδιά μου; — Ναι, — Με ποίον τρόπον;

Απήχαμε από το Μοναστήρι, το σκοπό του ταξειδιού μας, ως ένα τέταρτο, όταν εκατό βήματ' από το δρόμο, σ' ένα χωράφι μέσα, ευγήκε στην οξόπορτα μικρού σπιτιού, που ελαμποκοπούσε από νωπό ασβεστόχρισμα μια γυναίκα ψηλή, λυγερή, με άσπρο καθαρώτατο φόρεμα και με κάτασπρο, παχουλό πρόσωπο, απ' όσο μπορούσαμε να διακρίνωμε. Μου φάνηκε ανώτερη από χωρική και ρώτησα τον αγωγιάτη μου.

Και όταν είδε τα όψα παρακάτω καθαρά και ευωδιάζοντα, την πρωίαν εκείνην, εις τα παντοπωλεία, και όταν είδε τας σταφυλάς της Αττικής δροσολουσμένας, εντός των καλάθων, ως ραντισμένας με τρίμματα κρυστάλλων, και όταν είδεν εν τη πλατεία της Ομονοίας φοίνικας και κυπαρίσσους μετά ένα υετόν αίφνης τόσον χλοερά ανακύψαντα, ως από τάφον αναστάντα, και τους ανθρώπους καθαρούς ως λουσθέντας και αυτούς από του νυχτίου όμβρου, περιπατούντας ή καθημένους επί των λαμποκοπούντων προθύρων των καφενείων, ενώ καθαρίως ενδεδυμένοι χωρικοί των Μεσογείων, φαιδροί και υπάδοντες σχεδόν, ως εν αρχαίω κώμω, ωδήγουν τα αμάξια του γλεύκους, διά κλώνων αγρίας πεύκης εστεφανωμέναδεν ηδυνήθη τότε να κρατήση τον θαυμασμόν της η Θωμαή, η χωρική, προς την μονογενή της Ελλάδος πόλιν, ήτις μοσχοβολούσα από την καθαριότητα, ανεπαύετο — η πεντελησία νύμφητην ευδίαν εκείνην ημέραν, υπό στερέωμα κυανούν, στεφανωμένη γύρω με καταγάλανα βουνά.

Ήτο μεγαλόσωμος γυνή, έχουσα δύο υπερμεγέθεις μαστούς κρεμαμένους έξω της τραχηλιάς, και ποτέ δεν κατώρθωσε να τους συμμαζεύση εις το περιστήθιόν της. Ήτο πελιδνή, λημώσα τους οφθαλμούς, αδρανής και άτονος. Ότε είδε την νέαν εισερχομένην, — Τι θέλεις; τη είπε. — Κυρά, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά, να χαρής το στέφανόν σου και τα παιδιά σου, μίαν χάριν ήλθα να σου ζητήσω. — Τι χάριν; είπεν η χωρική.

Ήρχισεν η δευτέρα· αυτή ήτο συνηθισμένη να υφαίνη· είχαν εργαλειό εις το σπίτι των και ήτο και φυσικά πολύ επιτήδεια κόρη. «Πώς θέλω να έχω δικό μου εργαλειό! εσυλλογίζετο η χωρική, ενώ η σαΐτα τρέχειτα χέρια της.

Η χωρική γραία εστάθη και την εκύτταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν·Πού βρέθηκες εδώ; είπε. — Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσειέν άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τι κάν' η λεχώνα; — Τι να κάμη; Τα ίδια . . . Μα δε μου λες, είπε μετά τινα δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;

Ρίχνουν πέτραις κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; Αλλά τα παιδιά μου πηγαίνουν με τον πατέρα των. Μήπως ευρίσκονται εδώ; — Όταν έρχωνται, τέλος. Η χωρική εσιώπησε. — Σε παρακαλώ, κυρά, επανέλαβεν η νέα, μάλωσέ τα, να μη μου πειράζουν τα φυτά μου. Τι κακόν τους κάμνουν τα καϋμένα τα φυτά μου; Εγώ τα περιποιούμαι, τα ποτίζω, κοπιάζω τόσον δι' αυτά.

Ηνοίχθη και εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν γραία χωρική, εξηκοντούτις περίπου, οδηγούσα νησιώτην γεροντότερον έτι. Η γραία ήτο μικρόσωμος, εφαίνετο δ' έτι μικροτέρα πλησίον του υψηλού γέροντος, του οποίου εκράτει την αριστεράν διά της δεξιάς χειρός της. Εις την δεξιάν του ο γέρων έφερε ράβδον στιβαράν.