United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγέλα ακρατήτως, και δεν ημπορούσε «να μαζώξη το στόμα του». Ήτο ως να έλεγε: «Χαίρομαι, αδελφέ μου, πού σε βλέπω τέτοιον· οι άλλοι που μας γελούν είνε πολύ χειρότεροι». Κ' εις τα ξωκκλήσια, κατά την διάρκειαν της αγρυπνίας, συνήθως ήρχετο μετά τα μεσάνυχτα πάντοτε, ή ο γέρο-Δημήτρης ο Ηπειρώτης ο νυχτοβάτης, ή ο πάτερ-Ιωακείμ, ο άστεγος μοναχός, συνήθως ξυπόλυτος και ξεσκούφωτος.

Γονατιστός, ξεσκούφωτος, ασημένιος. Είνε τώρα κρεμασμένητον πολυέλαιο του Άη-Νικόλα. Και όταν ανάφτη ο γέρω-Συμβίας της λαμπάδες, ς' την πανήγυριν, σ' την αγρυπνία και τον κουνή κατόπιν τον πολυέλαιο, κουνιέται κ' η σκούνα η ασημένια μαζί του πέρα-δω, ς' την αγρυπνία, κ' είνε μια χαρά να την βλέπης. Θαρρείς και ταξειδεύει ς' τη Μαύρη Θάλασσα.

Και να τος πράγματι ο Τζατσίντο που έρχεται βιαστικός, ξεσκούφωτος, με τα μαλλιά του και τα ρούχα άσπρα από το αλεύρι. Κάποιος είχε πάει να τον ειδοποιήσει για τον ερχομό του υπηρέτη. «Τι γυρεύεις εδώ πάνω;», τον ρώτησε, πιάνοντας τον από τα μπράτσα και ταρακουνώντας τον.

Ο γραμματικός μου εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες έρριχναν στη θάλασσα, φωνέςκακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν φτερωτές.

Τον βλέπεις, βρε, τον Χρόνη, τον γυιο του γέρω-Χρόνη, του Σπράχτορα; Μου έλεγεν ο πατέρας μου ο μακαρίτηςΘεός σχωρέσ' τονε. — Όλον τον χρόνον καλαναρχάειτην εκκλησιά, ξεσκούφωτος, και σαν έλθουν τα Χριστούγεννα λέει το «η προαίρεσις δίδου» και συνάζει ασημένια, και παίρνει καινούργιο φέσι. Εσύ έχεις πλειο καλή φωνή απ' αυτόν. Εσύ καλαναρχάς πλειο καλά απ' αυτόν.

Εκεί ο Καραϊσκάκης γονατιστόςτον άγιον τάφο κοντά, μ' όλα τα παληκάρια του, προσευχήθηκε· «Βοήθησέ μας, Αϊσεραφείμ να διώξωμε τον Κιουτάγια από την Αθήνα, να γλυτώσωμε τους κλεισμένους χριστιανούς και να κάμωμετους Τούρκους δεύτερη Αράχωβα, και να σου φέρω χρυσό καντήλιτον τάφο σου και λαμπάδες εκατό ίσα με το κορμί μου και να στολίσω σαν παλάτι το μοναστήρι σουΚι' όλος ο στρατός ξεσκούφωτος και γονατισμένος είπε την ίδια προσευχή.

Και ενώ, τα παιδία όλα μετέβαινον αλλαγμένα, με τα βιβλία των, να εξετασθώσιν, ο Μανώλης της Αλτανούς εθεάθη πάλιν εις την ακρογιαλιάν, πέραν εις την Παναγίτσαν εις τα Ηλιόβολα, μ' έν καλαμίδι πέντε οργυιών, ξυπόλυτος, ξεσκούφωτος, αλιεύων γαϊτανάδες και γιούλους.

Πίσω στην πρύμη, ξεσκούφωτος, με το μακρουλό κεφάλι του, μούσκεμα. Γεμάτη νερό η κουβέρτα . . . . . — . . . . Και λύτρωσον ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως . . .» Εξηκολούθει ο ιερεύς. — Αχ! πάει! θα πέσητον Μώλο! Δεν θα καβαντσάρη! — Κουράγιο, καπετάν Βγενιέ. Μη φοβάσαι! Μη φοβάσαι, καπετάν Βγενιέ! Ηκούσθη πάλιν από του λιμένος φωνή· η φωνή του καπετάν Μήτρου. — Κύττα, παπά μου!

Ο Χρόνης, ο γυιος του γέρω-Χρόνη του Σπράχτορα, όλον τον χρόνον εγύριζε ξεσκούφωτος και αχτένιστος, μ' ένα κεφάλι σαν μαλαχτάρι. Και τα Χριστούγεννα ήτανε πάντοτε με καινούργιο φέσι.

Όταν όμως σωθούν αι αμαρτίες μας, κι’ ανατείλη η μέρα, που θα ελευτερωθή η Πόλη, ο Παπάς εκείνος, που μένει από τότε κλεισμένος και ζωντανός κάπου, θα ξαναγυρίση στην Αγιά Σοφιά, από την ίδια θυροπούλα, που βρίσκεται ως τα σήμερα κλεισμένη, ιεροφορεμένος, ξεσκούφωτος και κρατώντας στα χέρια του το άγιο δισκοπότηρο με την &Κοινωνιά&, και θα εξακολουθήση τη λειτουργιά, που δεν είχε αποτελειώσει, λέγοντας τα γράμματα, που υπολείπονται, και τη στιγμή, που θα ειπή το: &«Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς.