United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον βλέπεις, βρε, τον Χρόνη, τον γυιο του γέρω-Χρόνη, του Σπράχτορα; Μου έλεγεν ο πατέρας μου ο μακαρίτηςΘεός σχωρέσ' τονε. — Όλον τον χρόνον καλαναρχάειτην εκκλησιά, ξεσκούφωτος, και σαν έλθουν τα Χριστούγεννα λέει το «η προαίρεσις δίδου» και συνάζει ασημένια, και παίρνει καινούργιο φέσι. Εσύ έχεις πλειο καλή φωνή απ' αυτόν. Εσύ καλαναρχάς πλειο καλά απ' αυτόν.

Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.

Το πράγμα δε απίθανον διόλου δεν μ' εφάνη, διότι τας δυνάμεις του ο τύραννος συνάζει. Καιρός να βοηθήσετε! Μία 'ματιά σας μόνη, κι' όλ' η Σκωτία παρευθύς θα σηκωθήτα όπλα! ακόμη κ' αι γυναίκες μας θα οπλισθούν κ' εκείναι να λυτρωθούν απ' τα δεινά κι' από τα βάσανά των! ΜΑΛΚΟΛΜ Παρηγορήσου κ' ήλθαμεν! Μας έδωκ' η Αγγλία δέκα χιλιάδες στράτευμα και τον καλόν Σιβάρδον.

Ούτε καμακίζει χταπόδια στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, ούτε ξεκολλά στρείδιααγνά ό,τι εύρει. Γυρίζει μόνον απάνω κάτω στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια σαν κάτι να ζητή. Τι είχετι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρόςμεγάλος, πλούσιοςφτωχός έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμη κατιτί; ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει.

Άρχισε τόρα να κλαίη και να μύρεται απαρηγόρητα. Τέλος εδεήθηκε του Θεού, ακόμη μια φορά να πιάσουν τα μάγια του, για να σώση τον τόπο από τα ξωτικά. Ο Θεός τον εισάκουσε και μ' ένα λόγο συνάζει τα φουσάτα και οργισμένος, σαν να έρριχνε θανάσιμους εχθρούς τα διασκορπίζει περίγυρα.

Όμως δεν είνε ανώφελο το βιος όπου συνάζει όπως το βιος που ακούραστα συνάζουν τα μερμήγκια . Στους μεγαλόπρεπους ναούς δίνει πολύ απ' το βιος του και με θυσίες παντοτινές και με χαρίσματα' άλλα. Σε κάθε ανδρείο βασιλιά πλούτη πολλά χαρίζει, χαρίζει και στις χώρες του και στους καλούς του φίλους.

Σε λίγο σηκώνεται και προχωρεί σιγά σιγά, λίγο λίγο και ξανακάθεται κάπου και μετασηκώνεται, με το αλαφρό χαμόγελο στα άναιμα χείλια . . . Περνά, τρέχει από μπροστά της κανένα παιδί, αγέρας δροσερός, πολυθόρυβος, τα χείλια της γρηάς σαν ν' ανοίγωνται περισσότερο, σαν κάτι να αισθάνεται χαροπό και συνάζει τα ψύχαλα της ζωής που της έμεινε και πηγαίνει μπρος . . .