United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύρω γύρω απ' την κιθάρα σου, αλαφρό, εχόρευε, ω Φοίβε, το ζαρκαδάκι το μικρό με παρδαλό το δέρμα όπου πετιέται άξαφνα απ' της ψηλές ελάτες. Γιατί αλήθεια ο Άδμητος σε χώρα βασιλεύει που έχει απ' όλες πιο πολλά κοπάδια γύρω γύρω απ' τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης της Βοιβίας.

ίδιο μέρος, όπου ακκουμπούσε πριν η Έλσα το δικό της. Έτσι περάσανε δυο τρεiς ώρες κι ο ήλιος ανέβαινε πάντα ψηλότερα στον καλοκαιρινό ουρανό. Ξύπνησα από ένα αλαφρό σκούντημα της γυναικός μου. — Ξύπνα, είπε. Ο Σβεν πεθαίνει τώρα. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί μέσα.

Ο γέροφιλόσοφος ένοιωσε τότε τα γέρικα στήθια του να πλημμυρούνε από ένα κατάλευκο φως. Κι' αναστέναξε. Ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Ένα αηδόνι, που τραγουδούσε μέσα στα κλαδιά του κυπαρισσιού, βουβάθηκε κι' αυτό. Το αλαφρό φλοίσβημα του νερού έσβυσε γλυκά στις όχθες της λίμνης. Το μακρυνό παράπονο του κούκου σώπασε. Όλους τους ήπιε το φως του φεγγαριού.

Νέα κι αφοσιωμένη μου είχε ρθει, μα σε όλη την ευτυχία, που έλαμπε γύρω της κ' έκανε αλαφρό το πάτημά της, είτανε μια μελαγχολία, που είτανε τόσο μεγαλήτερη όσο σώπαινε τόσον καιρό. Νόμιζα πως θυμόμουνα τώρα πως από νωρίς ακόμα η ύπαρξή της όλη στεκότανε σ' ένα επίπεδο διαφορετικό από το επίπεδο των άλλων.

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε, Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίσω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε. Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίζω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Σε λίγο σηκώνεται και προχωρεί σιγά σιγά, λίγο λίγο και ξανακάθεται κάπου και μετασηκώνεται, με το αλαφρό χαμόγελο στα άναιμα χείλια . . . Περνά, τρέχει από μπροστά της κανένα παιδί, αγέρας δροσερός, πολυθόρυβος, τα χείλια της γρηάς σαν ν' ανοίγωνται περισσότερο, σαν κάτι να αισθάνεται χαροπό και συνάζει τα ψύχαλα της ζωής που της έμεινε και πηγαίνει μπρος . . .

Με το αλαφρό μου φόρτωμα στην αγκαλιά κατεβαίνω σιγά τους βράχους κι όταν γυρίζω βλέπω εκεί απάνω το σκοτεινό ίσκιο της γυναικός μου. Κάθεται, όπως καθότανε ο Σβεν πρωτήτερα, και τα μάτια της κοιτάζουνε στο σημείο, όπου βασιλεύει ο ήλιος κι όπου έχουνε σβήσει οι τελευταίες ρόδινες φλόγες.

Κι' ο Μήτρος με τη χαραυγή τα πρόβατα του βγάζει Στα κορφοβούνια απ' τάρμεγμα να τα περιβοσκήση, Αντιλαλούν η λαγκαδιαίς απ' τα λαμπρά κουδούνια, Απ' τα βραχνά βελάσματα αχολογούν η ράχαις, Και 'ςτ' αλαφρό τ' ανέβασμα του ζηλεμμένου Μήτρου Φουσκώνει η φουστανέλλα του, βροντούν τα χαϊμαλιά του, Κι' ο μεταξένιος του ο τσαμπάς τινάζεται σαν νέφιο Οπού το δέρνει ο άνεμος και το χρυσώνει ο ήλιος.

Αυτός ξέρει και τα ταχτοποιεί τόσο καλά για όλους μας. Μ' ένα αλαφρό, ευτυχισμένο χαμόγελο έκλεισε τα μάτια και ξαπλώθηκε καλά για ναποκοιμηθή. Όταν όμως συνόδεψα όξω τα παιδιά, φόρεσα το παλτό μου και κατέβηκα και περπατούσα στους ίδιους δρόμους του κήπου, όπου είχαμε περπατήσει λίγη ώρα πριν με τη γυναίκα μου. Είταν ήσυχο, ξάστερο ανοιξιάτικο βράδι με ψιλή παγωνιά.