United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύρω γύρω απ' την κιθάρα σου, αλαφρό, εχόρευε, ω Φοίβε, το ζαρκαδάκι το μικρό με παρδαλό το δέρμα όπου πετιέται άξαφνα απ' της ψηλές ελάτες. Γιατί αλήθεια ο Άδμητος σε χώρα βασιλεύει που έχει απ' όλες πιο πολλά κοπάδια γύρω γύρω απ' τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης της Βοιβίας.

Η νέα αυτή είχεν ανοικτά και τα δύο της χέρια, ωσάν να εχόρευε, το δε έν της ποδάρι το είχε σηκωμένον από οπίσω, αλλά τόσον υψηλά, ώστε ο χωλός στρατιώτης δεν ημπορούσε να το ιδή, και ενόμισεν ότι και η νέα είχεν έν μόνον ποδάρι, καθώς αυτός. — Αυτή θα ήτο καλή διά γυναίκα μου, εσυλλογίζετο· αλλά το κακόν είναι ότι είναι μαθημένη εις τα μεγάλα.

Το πουλάκι εχόρευε γύρω εις το χαμόμηλον και εκελαδούσε και έλεγε: — Τι μαλακόν είναι το χορτάρι! και τι ωραίον το μικρόν τούτο άνθος με την χρυσήν του καρδίαν και τα αργυρά του φορέματα! Το χαμόμηλον ήτο καταευχαριστημένον· το πουλάκι το εφιλούσε, του εκελαδούσε, και έπειτα επέταξε πάλιν εις τον αέρα. Επέρασεν αρκετή ώρα διά να συνέλθη το χαμόμηλον.

Τότε εσηκώθηκε η Θαΐς και πρώτη εχόρευσε κι' εσήκωνε το φόρεμά της πολύ ψηλά κι' έδειχνε τα πόδια της, ωσάν τάχα μόνον αυτή τα είχε ώμορφα. Όταν δε έπαυσε, ο Λαμπρίας ο δικός της εσιώπα και δεν είπε τίποτε• ο Δίφιλος όμως είπε πολλούς επαίνους, εις την Θαΐδα, ότι εχόρευε με ρυθμόν και χάριν και ότι το βήμα της ηκολούθει με ακρίβειαν την κιθάραν, ότι το πόδι της ήτο κομψόν και άλλα πολλά τέτοια.

Εχόρευε δε και αρκετά καλά, οσάκις συνέβαινε να εύρη χορευτήν. Με την γεροντοκόρην ταύτην εφερόμην μετά πολλής οικειότητος ως προς καλόν φίλον μάλλον ή φιληνάδα, και εκείνη δε εφαίνετο ευχαριστουμένη να συνομιλή μαζί μου, να με δίδη συμβουλάς υγιεινής ή οικιακής οικονομίας και να με στέλλη ενίοτε παξιμάδια με γλυκάνισον, προς εκτίμησιν της εξόχου αυτής ζυμωτικής τέχνης.

Η απελπισία της δε εκορυφώθη όταν την εκάλεσαν εις ένα χορόν και δεν ετόλμησε να μεταβή, ενώ ηγάπα τον χορόν, εχόρευε δε κ' ετραγουδούσε εξαίρετα. Αλλ' εις τον χορόν εκείνον συνέβη κάτι τι το οποίον έμελλε να διακόψη την κατάστασιν της πολιορκίας εις την οποίαν έζη.

Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι.

Ιδών ούτος ότι είχον ετοιμασθή πέντε προσωπίδες διά τον ορχηστήν,— διότι το δράμα το οποίον έμελλε να παρασταθή διά του χορού περιελάμβανε πέντε πρόσωπαηρώτησεν, επειδή έβλεπε ένα μόνον χορευτήν, ποίοι θα εχόρευον και θα υπεκρίνοντο τα λοιπά πρόσωπα• όταν δε έμαθεν ότι ο ίδιος θα υπεκρίνετο και θα εχόρευε τα πάντα, είπε• Δεν εφανταζόμην, φίλε μου, ότι έχεις ένα σώμα και πολλάς ψυχάς.

Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά εγύριζε την πλώρη και το εδεχόταν στα πλάγια· αλλοιώς θα επαθαίναμε μεγάλη ζημία. Κ' έτσι όμως η ζημία δεν έλειψε. Διπλή ζημία, φοβερώτερη και τρομερώτερη η μια από την άλλη. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και την εχόρευε στο κατάστρωμα σαν καρυδόφλουδο. Ερρίχτηκαν δύοτρία παιδιά να την αρπάξουν.

Το πλέον αγαπητόν πλάσμα να έχω εις τους βραχίονας και να περιστρέφωμαι μαζί της ως αστραπή, ώστε τα πάντα περί εμέ εχάνοντο καιΓουλιέλμε, διά να είμαι ειλικρινής, ωρκίσθην μ' όλα ταύτα, ότι μία κόρη, την οποίαν θα ηγάπων, επί της οποίας θα είχον αξιώσεις, δεν θα εχόρευε ποτέ με άλλον παρά με εμέ, έστω και μέχρις εξαντλήοεως. Με εννοείς!