United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Κύριε, πολύ καλά. ΠΟΛΩΝΙΟΣ «Κάπως και αυτόν· όμως» θα λέγης «ολίγο, αλλ', αν εκείνος είναι οπού απεικάζω, είν' άτακτος πολύ, 'ς αυτό και αυτό δοσμένος». και πλάσε εις βάρος του όσα θέλεις· όμως όχι τόσο χοντρά 'πού να τον ατιμάζουν, — έχε εδώ τον νουν σου· αλλά θα ειπής ταις τρέλλαις όλαις, τα λάθη και τα πάθη, οπού 'ναι μαθημένη η νεότης να εμπλέκη αν έχη ελευθερίαν.

Ενός σοφού δασκάλου η κυρά, που ήτο κι' από κόρη μαθημένη εις έρωτας και χάδια τρυφερά, τα ήθελε και τώρα 'παντρεμμένη . . . η καϋμένη! Και του δασκάλου 'ζάλιζε τ' αυτιά για τα παιχνίδια, τούλεγε, πεθαίνω . . . όμως αυτός, δεν ένοιωθε φωτιά, τα λεξικά τον είχαν κρυωμένο . . . τον καϋμένο!

Αυτή 'νε και στη χώρα μαθημένη κεμάς το παιδί μας είνε βοσκός, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ. — Και πότε θαρθή, λέει, αυτή η σουρλάντα απού τη χώρα; — Σένα δυο μήνες, λέει. — Ας είνε, ο Μανώλης θα πάρη το Πηγιό. Τελειωμένη δουλειά, είπεν ο Σαϊτονικολής. Η συγκατάθεσις του Θωμά, του πατρός της Πηγής, ηδύνατο να θεωρηθή εκ των προτέρων βεβαία.

Όθεν βλέποντας πώς την απαράτησαν όλοι τοιαύτης λογής, εδοκίμαζε τον πλέον μεγαλύτερον κακοφανισμόν, που μία παρομοία γυναίκα ημπορεί να έχη· και μην ημπορώντας να υποφέρη την υστέρησίν τους, και το περισσότερον που της εκακοφαίνονταν να νομίζεται γραία, και να μην ημπορή να κάμνη πλέον τες ασέλγειές της, καθώς ήτον μαθημένη, έρχεται και μου λέγει· Α! Μοκβάλ αγαπημένε μου, σου εξομολογούμαι ότι το γήρας μου είναι πολλά ανυπόφορον· ότι όντας εκ της νεότητός μου συνηθισμένη εις την συναναστροφήν των νέων, δεν ημπορώ να υποφέρω την καταφρόνεσίν τους, και την υστέρησίν τους· είμαι αποφασισμένη διά να ελευθερωθώ από την θανατηφόρον πίκραν που με ενοχλεί, να υπάγω εις την έρημον της Φαρράν, διά να εύρω την σοφήν Βέδραν, μάγισσαν θαυμαστήν της Ασίας, της οποίας όλη η γη είνε υποκειμένη εις τες μαγείες της διά τα μεγάλα της τεράστια που κάνει, επιθυμώ όθεν να την ιδώ· ηξεύρω εις ποίον μέρος της ερήμου κατοικεί· μήπως και αυτή μου δείξη κανένα απόκρυφον διά να ξαναγίνω νέα και ορεκτική εις τους ανθρώπους εις πείσμα της γεροντοσύνης μου· όθεν αν με αγαπάς πολύ θέλω να με ακολουθήσης.

Η νέα αυτή είχεν ανοικτά και τα δύο της χέρια, ωσάν να εχόρευε, το δε έν της ποδάρι το είχε σηκωμένον από οπίσω, αλλά τόσον υψηλά, ώστε ο χωλός στρατιώτης δεν ημπορούσε να το ιδή, και ενόμισεν ότι και η νέα είχεν έν μόνον ποδάρι, καθώς αυτός. — Αυτή θα ήτο καλή διά γυναίκα μου, εσυλλογίζετο· αλλά το κακόν είναι ότι είναι μαθημένη εις τα μεγάλα.

Δεν ήμουν σίγουρη· εγώ είχα δουλειαίς. Ή έρχομαι, ή δεν έρχομαι του είπα. Πήγαινε συ, του είπα, να μη νυχτώσης, κ' εγώ, όπως διω. Εγώ είμαι μαθημένη να περπατώ τη νύκτα στα ρέμματα. Τω όντι, όλοι τους ήσαν συνειθισμένοι εις νυκτερινάς οδοιπορίας ανά τα όρη και τας κοιλάδας. Η δύο συμπεθέραις, η θεια-Συνοδιά, και η μάννα του Αγάλλου η μακαρίτισσα, είχαν δύο νερομύλους εις της Κεχρεάς το ρέμμα.

Καρδιά με δεκοχτώ κλειδιά, γιατ' είσαι κλειδωμένη; Άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που είσουν μαθημένη, Και χύσε γύρα τη χαρά με δυο γλυκά σου λόγια. — Και πώς ν' ανοίξω να χαρώ, να παίξω, να γελάσω; Τα χέρια, που την κλείδωσαν είναι ξενιτεμένα, Παν τρία χρόνια ολάκαιρα, οπού τα περιμένω, Ναρθούν να την ανοίξουνε, να παίξω να γελάσω. — Κι' αν δεν σου ερθούνε, λιγερή; Κλειστή θα μέν' αιώνια; — Τα χέρια, που την κλείδωναν, πήραν και τα κλειδιά της.