United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ενώ κύπτει προς αυτήν, η τεραστία μύτη διευθύνεται απειλητική προς τα ωραία μάτια. — Νομίζεις μου λέγει ο Σβούρος, ότι από αγάπην της κρυφομιλεί έτσι; — Αλλά; — Από ζήλεια για τα ωραία της μάτια. Και μετ' ολίγον: — Όταν θα κατέβουμε κάτω να θυμηθής να προσέξωμεν αν θάχη και τα δυο της μάτια αυτή η νόστιμη.

Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό, αλλά θυμάμαι ότι, μόλις κάποια πόρτα άνοιγε, το κόκκινο πάτωμα γυάλιζε σαν να το είχαν πλύνει με αίμα. Περίμενα ώρα πολλή. Επιτέλους ο λιμενάρχης επέστρεψε. Ήταν με τη σύζυγό του, σωματώδη όπως εκείνος, καλόκαρδη όπως εκείνος. Έμοιαζαν με δυο τεράστια μωρά∙ γελούσαν δυνατά. Η κυρία άνοιξε τις πόρτες για να με δει καλύτερα. Εγώ έβηχα και χασμουριόμουν.

Η πύλη ήτανε διακόσια είκοσι πόδια ψηλή κ' εκατό πλατυά· είναι αδύνατο να εκφρασθή από τι υλικό ήτανε· καταλαβαίνει κανείς εύκολα πόση τεράστια υπεροχή έπρεπε νάχη σχετικά μ' αυτά τα χαλίκια και μ' αυτήν την άμμο που τα ονομάζομε μεις χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια.

Αλλ' εν ουρανώ υπήρχον τότε Άγιοι και Αγίαι υπέρ των εν κινδύνω παρθένων θαυματουργούντες. Καθ' ην στιγμήν ο πανοσιώτατος Ραλήγος, όστις ως προσβύτερος απήλαυσε των πρωτείων, έκυπτεν επί την Ιωάνναν, ενώ η δυσώδης και οινωμένη αυτού πνοή εμόλυνεν ήδη το ωχρόν πρόσωπον της κορασίδος, τεραστία αίφνης μεταμόρφωσις! ανήκουστον θαύμα έκαμεν αυτόν να οπισθοδρομήση μετά τρόμου.

Εγώ πλέον δεν θαυμάζω, ότι οι δούλοι σου ημπορούν να κατορθώσουν τέτοια τεράστια επειδή και εσύ είσαι εκείνος, που κάνεις να τα τελέσουν· στοχάζομαι όμως ότι αν τους προστάξης να μου φέρουν εδώ εις ετούτην την στιγμήν την βασιλοπούλα της Καρίσμου την ωραίαν Ρετζίαν, ημπορούν να το κάμουν.

Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα, και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω. Τεραστία μεταμόρφωσις! Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων. Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει. Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί.

Και γιατί;» «Έφις, άκουσα!», επανέλαβε με μονότονη φωνή, αλλά ξαφνικά η φιγούρα της τινάχτηκε, η σκιά ψήλωσε λες, έγινε τεράστια. Ο Έφις την αισθάνθηκε επάνω του σαν τίγρη. «Έφις, κατάλαβες; Εκείνος δεν πρέπει να ξαναπατήσει το πόδι του εδώ, ούτε στο χωριό! Εσύ, εσύ φταις για όλα. Εσύ τον άφησες να έρθει, εσύ είπες ότι θα μας προστάτευες από εκείνον… Εσύ…

Το παρετήρησα επί τινα λεπτά με κάποιον φόβον, αλλά προ παντός με έκπληξιν. Εις το τέλος βαρυνθείς το να παρακολουθώ την μονότονον κίνησίν του εξήτασα τα λοιπά αντικείμενα του κελλίου. Ελαφρός ψίθυρος προυκάλεσε την προσοχήν μου και παρατηρήσας κατά γης, είδα πλείστα τεράστια ποντίκια, τα οποία έτρεχαν επί του εδάφους.

Κάμνω συχνά τους εραστές μου του Παρισιού να ξεροσταλιάζουν επί δεκαπέντε μέρες, αλλά παραδίνομαι σε σας από την πρώτη νύχτα, γιατί πρέπει να φανώ φιλόξενη σ' ένα νέον της Βεστφαλίας. Η ωραία είχε παρατηρήσει δύο τεράστια διαμάντια στα δύο χέρια του νεαρού ξένου και τα παίνεσε με τόση καλή πίστη, ώστε από τα δάχτυλα του Αγαθούλη περάσανε στα δάχτυλα τα δικά της.

Και οι νάνοι και οι γιάνας, μικρές νεράιδες που τη μέρα μένουν στο καμωμένο από βράχους σπίτι τους να υφαίνουν χρυσό πανί σε χρυσούς αργαλειούς, χόρευαν στον ίσκιο των μεγάλων θάμνων της αγριελιάς, ενώ οι γίγαντες πρόβαλαν ανάμεσα από τους φεγγαρολουσμένους βράχους των βουνών, κρατώντας από τα χαλινάρια τα τεράστια πράσινα άλογά τους που μόνο εκείνοι μπορούν να καβαλικέψουν και κατασκόπευαν εάν εκεί κάτω, ανάμεσα στις εκτάσεις του βλαβερού φλόμου κρυβόταν κανείς δράκος ή εάν το μυθικό φίδι κανανέα, που ζούσε από τα χρόνια του Χριστού ακόμη, σερνόταν πάνω στην άμμο γύρω από το βάλτο.