United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΡΙΕΛ. Σε παρακαλώ να θυμηθής ότι χρήσιμα σ' έχω δουλέψει· δεν σου 'πα ψέμματα, λάθη δεν έκαμα, υπηρέτησα άχολα και απαραπόνευτα· μώταξες να μου κόψης ολάκαιρον ένα χρόνο. ΠΡΟΣΠ. Λησμόνησες από ποίο μαρτύριο εγώ σ' ελευθέρωσα; ΑΡΙΕΛ. Όχι.

Και ενώ κύπτει προς αυτήν, η τεραστία μύτη διευθύνεται απειλητική προς τα ωραία μάτια. — Νομίζεις μου λέγει ο Σβούρος, ότι από αγάπην της κρυφομιλεί έτσι; — Αλλά; — Από ζήλεια για τα ωραία της μάτια. Και μετ' ολίγον: — Όταν θα κατέβουμε κάτω να θυμηθής να προσέξωμεν αν θάχη και τα δυο της μάτια αυτή η νόστιμη.

Μάζεψε το πανί, πήρε μέσα το φλόκο κ' έβαλε τα κουπιά στους σκαρμούς, Οι βιολιτζήδες τα γύρισαν κι' άρχισαν πάλι τα πειράγματα. — Έλα, γέροπατέρα, άσε τώρα τα κουπιά και παίξε μας κανένα σκοπό, να θυμηθής τα ντέρτια σου, ως που να βγάλη η στεριά! είπε το Βιολί.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα μη με δέρνης γι' αυτό, γιατί θαρθή καιρός να θυμηθής εμένα. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Γιατί; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Και αν δεν έχω εγώ παιδί, άδικα θα με κάνης να κλάψω, και του λόγου σου γελώντας θα πεθάνης. Άκουσε μια σκέψιν άλλη: ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ωχ! εχάθηκα και πάλι! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Κ' ίσως ούτε στενοχώρια, ούτε λύπη θα σου φέρη μ' όσα έχεις υποφέρη.

Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας. και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο, μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. αλλάτον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος, οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, 470 παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν• «καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα, αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσηςτο σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».

Αυτή, που για να μη βρίσκη άντρα, ευρήκε 'να μωρό, ένα παιδί αθώο να ξεθυμαίνη τον πυρωμό τση; Γιαυτό κιο Θεός την παιδεύγει. Εάν δεν καταλαβαίνεις είντα κουμάσι 'ν' αυτή μα σα μεγαλώσης, θα καταλάβης και θα θυμηθής τση μάνας σου τα λόγια. — Όσο την ατιμάζεις και την κακοθελάς ,τόσο περισσότερο την αγαπώ και τη λυπούμαι, γιατί κατέω πως δεν έχει κανένα ψεγάδι απ' όσα τση λες.

Καλά που μου το θύμισες, έλεγε. — Κ' ήτανε μεγάλο πράμμα, να το θυμηθής; — Όχι· μα κάνει ζέστη· τόση ζέστη. Και θα ήτο μόνον Μάρτιος· πλην ο Αγκούτσας δεν ημπορούσε να υποφέρη την ζέστην. Έλεγεν ότι, του κάκου, αδύνατον ήτο να κάμη τις δουλειά το καλοκαίρι. Και όλος ο καιρός, εκτός ολίγων εβδομάδων, μοιρασμένων σποραδικώς εις τρεις ή τεσσάρας μήνας, ήτον καλοκαίρι.