United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μάταια απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν το πρωί όταν ξυπνώ από βαρειά όνειρα, μάταια την ζητώ την νύκτα στην κλίνη μου, όταν κανένα καλό, αθώο όνειρο με ξεγέλασε σαν να καθόμουν κοντά της στο λειβάδι και να κρατούσα το χέρι της και να το σκέπαζα με χίλια φιλήματα.

Επήρε το κορίτσι του καπετάν Λυμπέρη, τη Χ., που είνε ως ένδεκα χρονών, καθαρό, αθώο, όπως της είπε η Γκότσαινα, και της έβαλε το 'κόνισμα στα χέρια, κ' εκάθισε, και το κύτταζε, μιαν ώρα. Κ' ύστερα την ερωτά· τι βλέπεις; Και της είπε· βλέπω το καράβι που αρμενίζει με πρύμον καιρό, με τα πανιά φουσκωμένα, κι' ο καπετάνιος στο τιμόνι· κατά 'δώ έχει την πλώρη.

Και μια μέρα πήγε και στην άρρωστη και την είπε κακούργα και μαύρη ψυχή, που, αφού πολέμησε να δώση του παιδιού της τη ψυχική της αρρώστεια, τούδωκε την αρρώστεια της τη σωματική, την αγιάτρευτη· και τώρα ο γυιός της ο μονάκριβος ήτο του θανατά. Αν είχε γι' αυτή έχθριτα, γιατί δεν έμπηγε στην καρδιά της ένα μαχαίρι, αλλά μαζή μαυτή θανάτωνε κενά παιδί αθώο;

Διψασμένο Περιστέρι Απετάει, και γύραις φέρει Πού να βρη, να πιή νερό. 525 Αποκεί που συνηθάει, Κι' άντα θέλει ξεδιψάει, Έχει χάση τον τορό. Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι 530 Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, 535 Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί·

ΧΟΡΟΣ Σεβάσου αυτόν που ουδέ πρωτύτερα κακός δεν ήτον ούτε και τώρα είναι κακός. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τάχα γνωρίζεις τι ζητάς; ΧΟΡΟΣ Καλά γνωρίζω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λέγε λοιπόν, τι σκέπτεσαι; ΧΟΡΟΣ Ποτέ να μη κατηγορής τον αθώο φίλον ως άτιμον, χωρίς μιά φανερήν αιτίαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μάθε λοιπόν, όταν ζητής αυτά που λέγεις, ζητείς στον δικόν μου όλεθρο να συντελέσης.

Τον αδερφό μου τον σκοτώσαν επίσης. — Και γιατί βρίσκεστε στην Πορτογαλλία; Και πώς μάθατε, πως ήμουνα κ' εγώ εδώ; Και με τι παράξενη σύμπτωση με φέρατε σ' αυτό το σπίτι; — Θα σας τα πω όλ' αυτά, απάντησε η κυρία, μα πρέπει προτύτερα να μου διηγηθήτε ό,τι σας συνέβη μετά απ' το αθώο εκείνο φίλημα, που μου δώσατε, και τις κλωτσιές που λάβατε. Ο Αγαθούλης υπάκουσε με βαθύτατο σεβασμό.

Πες μου, τ' αθώο αφτό δεν το πονάς, δε λυπάσαι εμένα που μάβρη χήρα κι' έρημη σε λίγο θα μ' αφήκεις; Τι γρήγορα όλοι οι Δαναοί θα τρέξουν να σε σφάξουν. 410 Μα αν είναι να σε στερηθώ, καλύτερα για μένα να με σκεπάσει η μάβρη Γης! Γιατί άλλο πια αντιστύλι δε θα μου μείνει, μον καημοί, τα μάτια σα σφαλίσεις.

Χ' τ εσέν' της γης η όψη Παντού κατοικημένη, Βλαστίζει στολισμένη Με λογιαστή θωριά. Τα πάντα ζιούν και είναι Στη δύναμί σου μόνη, Και ο κόσμος ξανανιόνει Με κύκλο σταθερό. Στην προσταγή σου νιόθει Μαλακομένο στήθος, Το ανήμερό της ήθος Η τίγρι απαρατάει. Τ' αρπαχτικό Γεράκι, Το αθώο Περιστέρι, Με το γλυκό τους ταίρι Συζιούν μες τη φωλιά.

Προχωρούσε με τα λιγνά κι' αδέξια ποδαράκια του, απάνω στο ξερό χώμα, μα σε λίγο ο αγωγιάτης έφθασε βιαστικός και θυμωμένος και το γύρισε πίσω στη μάννα του. Το αθώο μικρό τον ακολούθησε παραπονεμένο. Και το δρομαλάκι απόμεινε πάλι έρημο. Μα στην ερημιά του μια ήσυχη χαρά ήτανε χυμένη και το άσπρο του χώμα σκορπούσε γύρω στην πρασινάδα μια ευθυμία παράξενη, καθώς το φιλούσε ο Ήλιος.

Τρέμοντας από το ψυχικό συγκλόνισμα πήγα στην κάμαρα, όπου είταν ο Σβεν. Το δεξί του μάτι είτανε σβησμένο και το αριστερό είχε γίνει τόσο παράξενα καθαρό και μεγάλο. Έσκυψα απάνω του, πήρα το μικρό αθώο του χέρι και το έφερα στα χείλη. «Αγαπημένο παιδί», συλλογίστηκα. «Εμείς οι δυο δεν μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον