United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι αγάπη είναι αυτή! έλεγε μέσα της. Ένα χάρισμα του ζήτησα και δεν μπόρεσε να μου το φέρη. Και σιγάσιγά τον ξέχασε τον Παύλο κ' η αγάπη της σβύστηκε ολότελα. Γιατί ο Παύλος δεν εστάθηκε άξιος να της φέρη το χάρισμα που του ζήτησε. Ύστερα από λίγο έδωκε την καρδιά της σ' έναν άλλον, τούδωκε την αγάπη της, το φως της, τα συλλογικά της, του χάρισε τόμορφο κορμί της, ό,τι είχε του τα χάρισε.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πώς τούτο, κόρη, θα γενή για τους εχθρούς σου βλάβη; ΚΡΕΟΥΣΑ Ξέρεις τον Ερεχθόνιο, ή δεν τον ξέρεις, γέρο; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αυτόν που έβγαλεν η γη για πρώτο πρόγονό σας; ΚΡΕΟΥΣΑεκείνον έδωκε η Παλλάς την ώρα που εγεννήθη. . .. ΚΡΕΟΥΣΑ Τούδωκε δυο σταλαγματιές απ της Γοργόνας το αίμα. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ποιά δύναμιν είχεν αυτές για τη ζωή του ανθρώπου;

Δέφτερους τους ξακουστούς Σολύμους πήγε και βάρεσε· γι' αφτό τον πόλεμο διηγούνταν 185 πως τάχα απ' όλους τούδωκε τον πιο μεγάλο κόπο. Τρίτες τις αντροδύναμες ξεπάστρεψε Αμαζόνες.

Μ' εκείνα ναι δεν απαιτώ να παραβγείτε τ' άτια που τρέχει του Τυδέα ο γιος, τι γληγοράδα τώρα 405 τους χάρισε η θεά Αθήνα και τούδωκε τη νίκη. Μα του Μενέλα τ' άλογα προφτάξτε χέρι χέρι και μην οκνάτε, μην τυχόν και μια φοράδα, η Αίθα, σας μουρνταρέψει.

Μήπως θυμώσει ο βασιλιάς τηράξτε και μας βλάψει, 195 κι' είναι ο θυμός του φοβερός, και τούδωκε εξουσία ο Δίας, και τον αγαπάει αφτόνε ο γιος του ΚρόνουΜα όπιο θωρούσε απ' το λαό να σκούζει, του τραβούσε μια δυο ραβδιές, και τούλεγε με θυμωμένα λόγια «Βρε μη κουνιέσαι κι' άκουγε τους άλλους τι θα πούνε, 200 πούναι απ' τα σένα ανότεροι!

Έτσι ίσως πει ... το χάσμα του τότε ας μ' ανοίξει ο ΆδηςΜα τότες τούδωκε καρδιά ο καστανός Μενέλας «Θάρρος! και μη φοβίζεις πια των Αχαιών τ' ασκέρι Δε μπήκε μες στο ψυχικό η κοφτερή σαΐτα· 185 μ' έσωσε ομπρός το πλουμιστό ζουνάρι, κι' από κάτου με γλύτωσε η ζωστή η φασκιά που φτιάσανε οι χαλκιάδεςΤότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Άμποτες νάναι αληθινό, Μενέλα αγαπημένε.

Οι χλωμές μορφές των αγίων απάνω στο τέμπλο, με το φως των καντηλιών, αγρυπνούσαν μέσα στη σιγαλιά, με ορθάνοιχτα μάτια. Του φάνηκε πως τον κύτταζαν άγρια, με θυμό. Ένα σύγκρυο τον έπιασε. Χαμήλωσε τα μάτια του και προχώρησε. Όταν έφτασε μπροστά στο εικονοστάσι τ' Άι-Νικόλα, σήκωσε τα μάτια του με θάρρος. Ο Άγιος με την άσπρη γενειάδα και το ηλιοκαμμένο πρόσωπο, γλυκοθώρητος πάντα, τούδωκε θάρρος.

Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλιά και τούπε «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, αφτά κατόπι μάλιστα σωστό ναν τα φροντίστε, 200 σα γίνει τέλος σκόλασμα της μάχης κι' όταν μέσα εδώ στα στήθια τα δασά δε βράζει τόσο πάθος. Μα τώρα εκείνοι κοίτουνται σφαγμένοι απ' το κοντάρι του Έχτορα, σαν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου, κι' εσείς φαγιά μου κραίνετε.