United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι να σου πω, παιδί μου, εψιθύρισεν η πάσχουσα, ο Θεός ξέλει... Ίσως ήθελε να είπη «μητρυιά», Αλλά δεν είχε το θάρρος να αρθρώοη την λέξιν. — Γιατί, μητέρα, επανέλαβεν η παιδίσκη, είπες πως έχεις πεθερά, σαν να μην είσ' ευχαριστημένη; Και δεν σ' αγαπάει η μαμμίτσα μου; Η ασθενής έσεισε την κεφαλήν, αλλά δεν είπε λέξιν.

Και την αγάπησε πολύ την ξακουσμένη Μάρων Ο Γιάννος ο περίφανος, ο Γιάννος ο λεβέντης, Μ’ όλη τη λαύρα της καρδιάς, σαν που αγαπάει τ’ αυλάκι Κρύο νερό και ξάστερον απάνω του να τρέχη, Σαν που αγαπούνε τη δροσιά της νύχτας τα λουλούδια Και της αυγής τες λαμπερές κι’ ολόχρυσες αχτίδες, Σαν που αγαπούνε τα βουνά τα χιόνια τον χειμώνα, Τα γίδια και τα πρόβατα τον Μάη, το καλοκαίρι, Η θάλασσα τον ουρανόν, ο Απρίλης τα λουλούδια Η ημέρα την ηλιολαμπήν, η νύχτα το σκοτάδι, Τ’ αηδόνια τα πυκνά κλαδιά, κι’ ο αγέρας τον αιθέρα... Κι’ από τον πόνο τον πολύ και την μεγάλη αγάπη Της στέλλει προξενήτρα του μια αρχόντισσα μεγάλη Και δαχτυλίδι ολόχρυσο μ’ ατίμητα πετράδια Και τη ζητάει γυναίκα του και ταίρι της καρδιάς του.

Ναι, με αγαπούσατε, Τριστάνε, γιατί να το αρνηθούμε; Δεν είμαι η γυναίκα του θείου σας και δε σας έσωσα δυο φορές τη ζωή; Κ' εγώ πάλι σας αγαπούσα. Δεν είσαστε από τη γενιά του Βασιληά, και δεν άκουσα χίλιες φορές τη μητέρα μου να λέη ότι μια γυναίκα δεν αγαπάει τον άντρα της αν δεν αγαπάη κι' όλο του το σώι; Γι' αγάπη του Βασιλιά, σας αγαπούσα, Τριστάνε. Ακόμη και τώρα αν σας συχωρέση, θα χαρώ.

Μην προσμένης να της φύγη λόγος ή στεναγμός, ν' απεικάσης το τι συλλογιέται· λαχταρεί; αγαπάει; μισεί; ζουλεύει; κακιώνει; Σώνει κοντά της να κάθεσαι, σώνει τα μάτια της να κοιτάζης, τη μιλιά της ν' ακούς, και θα το μάθης.

Όμως γιατί των Τρώων να κάνουν πόλεμο έπρεπε οι Δαναοί; Πια ανάγκη τόσο λαό τ' Ατρέα ο γιος να μάσει, κι' εδωπέρα να φέρει; ή όχι απ' αφορμή της λυγερής Ελένης; Τι, μόνοι τις γυναίκες τους τις αγαπούν στον κόσμο 340 τ' Ατρέα οι γιοί; Όπιος έχει νου και γνώση, τη δική του τη θέλει και την αγαπάει, καθώς αφτή κι' ατός μου μ' όλη αγαπούσα την καρδιά κιας τήνε πήρα σκλάβα.

Ο Τριστάνος βλέποντας ότι αποφεύγει την προσέγγισί του, τρέμει από θυμό κι' από πείσμα, κι' υποχωρεί κατά τον τοίχο, κοντά στην πόρτα. Και με την παραλαγμένη φωνή του: «Βέβαια, είπε, έζησα πάρα πολύ, αφού είδα την ημέρα όπου η Ιζόλδη με διώχνει, δεν καταδέχεται να μαγαπήση, με μεταχειρίζεται σαν χυδαίο. Α! Ιζόλδη όποιος αγαπάει πολύ, αργά ξεχνάει.

Τα λέγει αυτά ο λαός ο καημένος, όχι φυσικά με το στόμα του ή με την πέννα, που αν μπορούσε έτσι να τα φωνάξη θα τον άκουγαν κ' οι δάσκαλοι· μα τα λέει με την αδιαφορία του προς τα δασκαλήσια, με την ακαμωσιά του, με την αμάθειά του, με την αφιλοκαλία του, με χίλιους τρόπους που μιλούνε στο νου του καθενός παρατηρητή που τον αγαπάει, τον πονεί, τονε νοιώθει.

Είναι τόσος καιρός που την περίμενα! — Φίλε ο Θεός να σας προστατεύη. Τι νέα έχετε από τη Βασίλισσα; — Αλλοίμονο! Κακά νέα. Ο Βασιληάς την αγαπάει και την τιμάει. Μα αυτή από τότε πώφυγες, μαραίνεται και κλαίει για σένα. Α! γιατί να γυρίσης κοντά της; Γυρεύεις πάλι το θάνατό της και το δικό σου; Τριστάνε λυπήσου τη Βασίλισσα, άφησέ την στην ησυχία της. — Φίλε, είπεν ο Τριστάνος.

ΛΟΥΙΖΑ Της έλεγε . . . της έλεγε . . . πως την αγαπάει πολύ . . . πως είνε η πειο ώμορφη του κόσμου . . . ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα γονάτισε μπροστά της. ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα ήρθε η μαμά στην πόρτα κ' εκείνος έφυγε αμέσως. ΑΡΓΓΑΝ Τίποτ' άλλο; ΛΟΥΙΖΑ Τίποτ' άλλο, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Το πουλάκι όμως κάτι ακόμα ψιθυρίζει.

ΠΡΟΣΠ. Ώμορφα εμίλησες. Κάθησε λοιπόν, και συνομιλήστε· είναι δική σου. Έ! Άριελ, τεχνικέ μου υπηρέτη, Άριελ! Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ. ΑΡΙΕΛ. Τι αγαπάει ο δυνατός Κύριός μου; ιδού με. ΠΡΟΣΠ. Συ και οι κατώτεροι συντρόφοι σου εκτελέσετε άξια την ύστερη υπηρεσία σας, και σας θέλω πάλι γι' άλλη παρόμοια μηχανή. ΑΡΙΕΛ. Ευθύς; ΠΡΟΣΠ. Ναι, σε ριπή οφθαλμού.