United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και να της πης της φιλενάδας σου της Κουταλιανής να πάη να τα λέη αυτά στη Βρύση, εκεί που το θολώνουν το τρεχάμενο το νερό οι γλωσσούδες οι πλύστρες με τα βρώμικα λόγια τους. Αυτό το σπίτι χτίστηκε σε θεμέλ' αρχοντάδικα, κι αρχοντάδικη στέγη του πρέπει. Δέσπω. Παιδί μου, σε τιμώ και σε σέβουμαι για την ξακουσμένη τη φρονιμάδα σου.

ΧΟΡΟΣ Ω πάντοτε φιλόξενο, πρόθυμο πάντα σπίτι που κι' ο Απόλλων κάποτε ο Πύθιος, με τη λύρα την ξακουσμένη εδέχθηκε στη στέγη σου να μείνη γύρω στους λόφους σαν βοσκός την λύρα του να παίζη, και τα κοπάδια να καλή σε υμεναίων μεθύσι. Μαζί τους εβοσκούσανε, στον ήχο μαγεμμένοι λύγκες με δέρμα ραβδωτό και άγρια λιοντάρια που έφευγαν απ' της Όθρυος τα δάση.

Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβησα τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της Ρουσσίας, κι' εκεί ζούσα, σαν έρημος, που είμουν, χωρίς να με ξέρη κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη Μόσχα η Στέψη του Αυτοκράτορα της Ρουσσίας, κι' έτρεξαν από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης.

Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά Καλομοίρα, προξενήτρα ξακουσμένη στο νησί. — Δεν φεύγω αν δεν πάρω απόκρισι· εσυλλογίσθηκα. Η προξενήτρα όμως τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της κ' επλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς. — Να σου ειπώ· μου λέγει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου.

Ίσως το φάντασμά του τριγυρίζει ακόμα εκεί απάνω, μαζί με χίλιους άλλους πορφυροστόλιστους βουρκολάκους· κι αυτός ο φρόνιμος ο βασιλιάς είχε τόση γνώση, που δεν ήξερε πώς να δοξάση το Θεό για την πολλή τη γνώση που του έδωσε, και σαν έχτισε δε θυμούμαι πόσες κατοστές εκκλησιές, καταπιάστηκε κι αυτή την ξακουσμένη την εκκλησιά της Αγιά-Σοφιάς.

Τους τιμούσαν και τους δόξαζαν οι Καίσαρες για τα περασμένα τους φώτα, για την ξακουσμένη τους τέχνη. Μερικοί τους το λαχταρούσανε μάλιστα να μεταγυρίσουν τα παλιά μας τα μεγαλεία. Σα να μην τους περνούσε όμως υποψία πως δίχως πολιτική λευτεριά δεν ριζώνουν τέτοιες μεγάλες σοφίες και τέχνες. Τους είδαμε τους καρπούς της προστασίας εκείνης.

Και την αγάπησε πολύ την ξακουσμένη Μάρων Ο Γιάννος ο περίφανος, ο Γιάννος ο λεβέντης, Μ’ όλη τη λαύρα της καρδιάς, σαν που αγαπάει τ’ αυλάκι Κρύο νερό και ξάστερον απάνω του να τρέχη, Σαν που αγαπούνε τη δροσιά της νύχτας τα λουλούδια Και της αυγής τες λαμπερές κι’ ολόχρυσες αχτίδες, Σαν που αγαπούνε τα βουνά τα χιόνια τον χειμώνα, Τα γίδια και τα πρόβατα τον Μάη, το καλοκαίρι, Η θάλασσα τον ουρανόν, ο Απρίλης τα λουλούδια Η ημέρα την ηλιολαμπήν, η νύχτα το σκοτάδι, Τ’ αηδόνια τα πυκνά κλαδιά, κι’ ο αγέρας τον αιθέρα... Κι’ από τον πόνο τον πολύ και την μεγάλη αγάπη Της στέλλει προξενήτρα του μια αρχόντισσα μεγάλη Και δαχτυλίδι ολόχρυσο μ’ ατίμητα πετράδια Και τη ζητάει γυναίκα του και ταίρι της καρδιάς του.

Το' να έχει πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει μέγα το κύμα της γλαυκήςτην όψιν Αμφιτρίτης. 60 κείναις Πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν, και ουδέ πουλί ταις προσπερνά, αλλ' ούδ η περιστέραις, οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρουν• ως και απ' αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ' αρπάζει• αλλά να κλείσ' ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην. 65 θνητών καράβι αυτού ποτέ, αν ήλθε, δεν εσώθη• αλλά καραβοσάνιδα και ανδρών σώματα παίρνουν της θάλασσας τα κύματα και της φλογός η λύσσα. μόν' ένα κείθε πέρασε θαλασσοπόρο πλοίο, απ' τον Αιήτη πλέοντας, Αργώ η ξακουσμένη• 70 και αυτή θε να 'σπαεταις τραναίς πέτραις, χωρίς το χέρι της Ήρας, 'που τον φίλο της τον Ιάσωνα ελυπήθη.

Μαζί με τα βάσανα πούβαλε στο κεφάλι του ο Ιουλιανός ζητήσαντας ν' αναστήση τα παλιά, τον έτρωγε και η πιο γνωστικιά φιλοδοξία να διώξη από τανατολικά τους Πέρσους, καθώς άλλοτες είχε διώξει τους Γερμανούς από τα δυτικά. Τοιμάζει λοιπόν εκστρατεία και κατεβαίνει πρώτα στην Αντιόχεια. Άλλα όμως πρόσμενε κι άλλα βρήκε στην ξακουσμένη αυτή μεγαλόπολη της Ανατολής.

Κι’ ένα κομμάτι φεγγαριού στο μάγο αποσπερίτη, Να σου! και μπαίνει γελαστή η αρχοντοπροξενήτρα Και χαιρετάει με χαρά και με περίσσια αγάπη : — Καλή σου μέρα, λυγερή και ξακουσμένη Μάρω!— Κι’ η Μάρω προσηκόνεται και της απολογιέται : — Καλώς μου την αρχόντισσα με τα γλυκά της λόγια.... Σαν τι αγαπάς αρχόντισσα; Το πρόσταγμά μου ποιο είναι; — Δεν έρχομαι με πρόσταγμα, μον έρχομαι μ’ αγάπην... Από τον Γιάννον έρχομαι, τον χιλιοπαινεμένο, Που τον γυρεύουνε πολλές, τον αγαπούνε χίλιες, Γιατ’ είνε άξιος κι’ ώμορφος, γέρος και παλληκάρι.