United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και την αγάπησε πολύ την ξακουσμένη Μάρων Ο Γιάννος ο περίφανος, ο Γιάννος ο λεβέντης, Μ’ όλη τη λαύρα της καρδιάς, σαν που αγαπάει τ’ αυλάκι Κρύο νερό και ξάστερον απάνω του να τρέχη, Σαν που αγαπούνε τη δροσιά της νύχτας τα λουλούδια Και της αυγής τες λαμπερές κι’ ολόχρυσες αχτίδες, Σαν που αγαπούνε τα βουνά τα χιόνια τον χειμώνα, Τα γίδια και τα πρόβατα τον Μάη, το καλοκαίρι, Η θάλασσα τον ουρανόν, ο Απρίλης τα λουλούδια Η ημέρα την ηλιολαμπήν, η νύχτα το σκοτάδι, Τ’ αηδόνια τα πυκνά κλαδιά, κι’ ο αγέρας τον αιθέρα... Κι’ από τον πόνο τον πολύ και την μεγάλη αγάπη Της στέλλει προξενήτρα του μια αρχόντισσα μεγάλη Και δαχτυλίδι ολόχρυσο μ’ ατίμητα πετράδια Και τη ζητάει γυναίκα του και ταίρι της καρδιάς του.

Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά Καλομοίρα, προξενήτρα ξακουσμένη στο νησί. — Δεν φεύγω αν δεν πάρω απόκρισι· εσυλλογίσθηκα. Η προξενήτρα όμως τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της κ' επλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς. — Να σου ειπώ· μου λέγει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου.

Και τι σ' έκαμε, παιδί μου, να διαλέξης του μακαρίτη του παπά Χαραλάμπη το γιο; Αρετ. Και γιατί, μαννούλα μου, να σου το βαστάξω κρυφό, που δε φταίγω. Ο ίδιος ήρθε δεύτερη φορά απόψε στο περιβόλι και μου το είπε πως μ' αγαπά. Και του απολογήθηκα πως νάρθη να σε βρη, γιατί εγώ προξενήτρα δική μου δε γίνουμαι· και τούκλεισα το παράθυροΞεθαρρεσιά του κι αδιαντροπιά του!

Εμπρός, Μούσα, βαπτίσου μεσίτρα, καρακάξα, κυράτσα, γλωσσού, οικοπέδων, σπητιών προξενήτρα, για ν' ανέβης εις σφαίρας χρυσού. Εμπρός, μέτρα και συ τα κουπόνια και 'στο διάβολο στείλε το στίχο, πριν σε πάρουν, καϋμένη, τα χρόνια, και κτυπάς το ξερό σου 'στον τοίχο. Πάψε, Μούσα, να ήσαι σκαρτάδα, έλα 'λίγο και συ εις την πράξι· συλλογίσου πως ζης 'στην Ελλάδα, κι' εδώ είναι ποιος πρώτος θ' αρπάξη.

Προς τι τ’ αστέρια τ’ ουρανού, ο ήλιος το φεγγάρι, Τα δάση απάνω στα βουνά, τα λούλουδα στους κάμπους, Αν μάτια δεν υπάρχουνε μ’ αγάπη να τα βλέπουν; Προ τι τ’ αηδονολάλημα, κι’ ό, τι λογής τραγούδι, Αν δεν υπάρχη η ακοή γλυκά να τ’ απολάψη; Προς τι το γάργαρο νερό της δροσερής βρυσούλας, Αν δεν υπάρχη για να πιή το διψασμένο στόμα; Προ τι τα τριαντάφυλλα τα μύρα της Ασίας, Αν δεν υπάρχη άνθρωπος την ευωδιά να παίρνη; Προς τι τα νειάτα τα γλυκά και τ’ άρρητά σου κάλλη; Αν ένας νιος δεν τα χαρή, σαν το λεβέντη Γιάννο; Κι’ η Μάρω βαρυοστέναξε, πο την καρδιά της μέσα Και λέγει στην αρχόντισσα, και λέει στην προξενήτρα : —Ό, τι κι’ αν σου είπα, αρχόντισσα, είναι καθάρια αλήθεια.