United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είθε η ευχή του Αγίου Πατρός να είνε μεθ' ημών. Αμήν». Αφού ανέγνω ο Σκούντας την ανωτέρω επιστολήν, την απέδωκεν εις τον Τρανταχτήν, όστις εμειδία πονηρώς. — Τώρα ναι, σε πιστεύω. Διότι, δεν γίνεται να είνε πλαστόν αυτό το γράμμα, τι διάβολο! — Δεν πιστεύω να με κάμης και πλαστογράφον, είπεν ο Τρανταχτής, υποκρινόμενος ότι δυσαρεστείται. — Και ποίαι είνε αυταί, οπού λέγει; — Ποίαι;

Ένας Μπαρονιέζος λεπτός, ψηλός και μελαχρινός σαν Άραβας, έβαλε στον Έφις να πιει και του διηγήθηκε επεισόδια του πολέμου όπου πήρε μέρος. «Ναι», έλεγε κοιτάζοντας τα χέρια του, «ξερίζωσα τη φούντα ενός Σιρδούσου, ενός που προσκυνούσε το διάβολο. Ορκίστηκα να του την πάρω ολόκληρη μαζί με το δέρμα και με όλα τα άλλα. Και του την πήρα . Να μη σώσω, αν σας λέω ψέματα!

Με θεωρεί ως άνθρωπον με νουν και η αφοσίωσίς μου εις την Καρολίναν, η αληθινή μου χαρά, που αισθάνομαι εις όλας τας πράξεις της, αυξάνει τον θρίαμβόν του, και την αγαπά τόσον περισσότερον. Αν δε ίσως την βασανίζη ενίοτε με μικρή ζηλοτυπία, τούτο δεν το εξετάζω· εγώ τουλάχιστον αν ήμουν εις την θέσιν του, δεν θα έμενα ασφαλής απ' αυτόν τον διάβολο.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πώς! όταν λέω: Νικολέτα, φέρε μου τις παντούφλες μου δώσε μου το νυχτικό μου σκούφο, είνε πεζό; Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Μάλιστα, κύριε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι διάβολο! απάνω από σαράντα χρόνια μιλώ πεζό χωρίς να το ξαίρω. Σας είμαι καταϋποχρεωμένος που μου το μάθατε αυτό.

ΚΑΙΣΑΡ. Θα τον ευχαριστήση άρά γε η περιγραφή αύτη; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ύστερα από το ποτήρι του Πομπηίου, άλλως αυτός είναι αληθής επικούρειος. Έλα, τι διάβολο θέλεις να μου ειπής; άφησέ με τώρα, φύγε. Κάμε όπως σου είπα. — Πού είναι το ποτήρι που σου εζήτησα; Αν χάριν των υπηρεσιών μου θέλης να με ακούσης, σήκω μια στιγμή. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Είσαι τρελλός, μου φαίνεται.

Πρόφταξε φώναξέ τονε προτού να πάη παρέκει. ΓΑΡ. Ξεχώτατε, ξεχώτατε, κόπιασε να σε δγιούμε, κόπγιασε μέσα γλήγωρα, κάτι θε λα σε πούμε. ΙΑΤ. Κακή δουλειά έναι αυτή, ο άρρωστος πεθαίνει. Αν δεν τον καταφτάξουνε, άφευκτα την παθαίνει. Του κόσμου η αστένειαις σ' αυτόν εμαζωχτήκαν. Τι διάβολο να πη κανείς; όλαις σ' αυτόν εμπήκαν. Ας έμπω πγια να τόνε δγιω να πάρω και παράδες.

Καθένα με το διάβολό του. Εμένα η γρηά μου δε ήξερε τέτοια πράμματα. Απ' ταυτί και στο δάσκαλο. Καλή της ώρα! — Έτσι που λες, γέρο. Ωστόσο έδωκε ο Θεός και ήρθε η ευλογημένη μέρα. Όταν έπεσε, που λες, στην αγκαλιά μου, έτριβα τα μάτια μου. «Εσύ 'σαι, μωρέ Δημητρό, που απόλαψες τέτοια δόξαΔεν πίστευα και μοναχός μου. Ανοίξανε τα επουράνια... Ένας χτύπος δυνατός ετράνταξε την πόρτα.

Δε μου αρέσανε διόλου οι ιντερβιούδες όλες αφτές. Τι διάβολο! Πρέπει κανείς νάχη μέσα του και λίγη δύναμη, να δείχνη και κάποιο θαμασμό για κείνα που γράφουνε κ' οι άλλοι, όχι να βρίζη, να χτυπά, όπως έκαμαν τότες όλοι μας οι πεζογράφοι και ποιητάδες. Δε λέω πια τι είπανε και τι δεν είπανε για μένα, πως δεν ξέρω τη γλώσσα κτλ.

Και καθώς ο Ρένας τον κύτταζε χωρίς να μιλήσει, πρόσθεσε με γλήγορη χειρονομία: — Ίσα, ίσα και χτύπησεν η σάλπιγγα.. Θα μείνετε έξω, κύριε Ρένα. Τον έστειλε στο διάβολο. Οι ναύτες είχανε μπει σε δυο γραμμές. Ήτανε γελαστοί, καθαροί και ώμορφοι. Στο Ρένα φάνηκε πως όλο το καράβι θάβγαινεν έξω. Αλλά τότε ποιοι θα μένανε μέσα; Πραγματικά δεν μείναν άλλοι από τους τιμωρημένους...

Μωρέ Χουσεήνη, φωνάζει κάποιος δικός μας του ενός, που να τούβγαζες τάσπρο μαντίλι, μήτε στόνειρό σου δε θα τον έλεγες Τούρκο, μωρέ Χουσεήνη, τι 'ναι πάλε αυτά που ακούγω; Πήρες, λέει, την καλλίτερη μας μαζώχτρα, την Ασήμω, για τα δέντρα σου; Άιντε, χαλάλι σου. Κοίταξε μονάχα να μην την τουρκέψης, καημένε — — Στο διάβολο πια, κι αν τη τουρκέψη, λέει ένας άλλος.