United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τον σκοτωμό του Δούγκαν ο Μακβεθ εμφανίζεται με το νυχτικό του σαν να εσηκώθηκε από τον ύπνο· ο Τίμων τελειώνει ντυμένος κουρέλια το δράμα που άρχισε λαμποκοπώντας· ο Ριχάρδος κολακεύει τους Λοντρέζους φορώντας μια φτωχική και μεταχειρισμένη πανοπλία και μόλις πάτησε μες στα αίματα το θρόνο περπατεί ανάμεσα στους δρόμους με το στέμμα στο κεφάλι και με τα παράσημα του Αγ.

Αυτό κιόλας το έκανε συχνά, αν κι ο Σβεν θα έκλεινε σε λίγο τα έξι χρόνια και σε σοβαρότερες περίστασες τονέ λέγαμε μεγάλο αγόρι. Πόση ώρα περνούσε όταν τον έβαζε μόνη της να κοιμηθή! Πόσο αλαφρά κι απαλά τον έγδυνε, πόσο προφυλαχτικά του έπλενε το μικρό κορμάκι, πόσο μαλακά το σκούπιζε κι όταν έπειτα έπρεπε να φορεθή το μακρύ νυχτικό, άρχιζε το παιγνίδι.

Σα να φούντωσε μια φλόγα μέσα της από μια σπίθα που σιγόσβηνε κάτω απ' τη χόβολη, αισθάνθηκε μίαν πύρινη πνοή μέσα στις φλέβες της, αισθάνθηκε τα νεύρα της σίδερο ρευστό. . . Ήτονε μονάχα πούθελε να πάρη τα σκονάκια απ' τον κομμό; ή μην ήθελε και να δη που ήτον ο Νίκος με τη Λιόλια, οι δυο τους πούχανε βγη έξω απ την πόρτα;. . Έξαφνα βρέθηκε ορθή έξω απ’το κρεββάτι, αυτή πουχ’ένα μήνα να κουνήση χέρι, περπατώντας, αυτή που νόμιζε πως είχε ξεχάσει το περπάτημα: έκαμε μερικά βήματα γλήγορα τόνα μέσα στάλλο, σαν αέρινα, περνώντας μεσ' απ' τη λουρίδα του φεγγαριού που κοιτότανε στο πάτωμα, μες τάσπρο της το νυχτικό πιο άσπρη ακόμα απ’ τη φεγγαρίσια λάμψη λες και ζωντάνεψε το φεγγάρι και σηκώθηκε από χάμω και περπάταγε... Ήυρε το κουτί με τα σκονάκια, σα μέσα σ’ όνειρο, κ' έπειτα έκαμε άλλο ένα βήμα κατά την πόρτα της αυλής, που ήτανε γερμένη, κ' έσυρε ανάλαφρα το θυρόφυλλο- Κύτταζε τώρα η Λιόλια το κεφάλι του αγαπημένου αντρός που βάραινε απάνω στο στήθος της : τη μύτη τη δυνατή και με το κόκκαλο λιγάκι πεταχτό στη ρίζα, τα κλειστά ματόφυλλα, σα φύλλα λουλουδιών, που τα γαλάζωνε στις άκρες ο Ύπνος με της γαλάζιας του φτερούγας την αντιφεγγιά, με τα μακριά κροσσωτά τσίνουρα καταπάνω, πούριχναν ήσκιο στα μάγουλά του- κ' η καρδιά της πλημμύριζε από κάτι απέραντο κ' υπερδύναμο που τόσον καιρό τόχε κρατημένα μέσα της και της πονούσε τώρα, όπως πονεί το πρώτο γάλα στη μητέρα.

Μα μες στην άσπρη λουρίδα του φεγγαριού φάνταζε κάτι πιο άσπρο ακόμα : ήτον η Βεργινία με το νυχτικό της ξαπλωμένη χάμω μπρος στην πόρτα-για να μπη κανείς μες την κάμαρη έπρεπε να δρασκελίση το κορμί της. Σα νάχε πέση το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και νάχε ξεψυχήσει εκεί δα τυλιγμένο μες τα πέπλα των αχτίδων του: έτσι έδειχνε.

Με τες φωνές της Λιόλιας, που απηχούσανε στριγγά στη γλυκόϋπνη σιγαλιά της νύχτας, ήρθε στον εαυτό του : τα μάτια του άδραξαν τη φριχτή ζουγραφιά, την ολόφεγγη, εκεί μπροστά του στο κατώφλι της κάμαρης, και σα μιαν αστραπή πέρασε μέσ’ απ’ το μυαλό του και σα μια στιλετιά μέσ' απ’ την καρδιά του. Βεργινία !-έβγαλε μια φωνή βραχνή, πνιγμένη, σα μέσ' από κάποιο πηγάδι. . . Δε μ' ακούς, Βεργινία ! Τ' είναι μωρή τούτα που μας κάνεις; Βεργινία !-και γονατιστός χάμω σκουντούσε το κατάψυχρο κορμί της, το κάτασπρο μες τάσπρο του το νυχτικό, πιο άσπρο και πιο κρύο κι απ’ τασημένιο φως του φεγγαρίσιου ποταμιού που τόχε πάρη στην αγκαλιά του. Ελάτε, Κύριε Νίκο να τη σηκώσουμε, να την πάμε στο κρεββάτι της! φώναζε η Λιόλια με μια φωνή που κολυμπούσε μες τα κλάματα. . . Αχ, τώρα τι να κάνουμε ! τώρα τι να κάνουμε!

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πώς! όταν λέω: Νικολέτα, φέρε μου τις παντούφλες μου δώσε μου το νυχτικό μου σκούφο, είνε πεζό; Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Μάλιστα, κύριε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι διάβολο! απάνω από σαράντα χρόνια μιλώ πεζό χωρίς να το ξαίρω. Σας είμαι καταϋποχρεωμένος που μου το μάθατε αυτό.