United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας Μπαρονιέζος λεπτός, ψηλός και μελαχρινός σαν Άραβας, έβαλε στον Έφις να πιει και του διηγήθηκε επεισόδια του πολέμου όπου πήρε μέρος. «Ναι», έλεγε κοιτάζοντας τα χέρια του, «ξερίζωσα τη φούντα ενός Σιρδούσου, ενός που προσκυνούσε το διάβολο. Ορκίστηκα να του την πάρω ολόκληρη μαζί με το δέρμα και με όλα τα άλλα. Και του την πήρα . Να μη σώσω, αν σας λέω ψέματα!

Ο αδιάκοπος και ξηρός κρότος των λύκων των όπλων αντήχει ως ξηροί κάλαμοι να εκαίοντο πλησίον. Εν μέσω του σκότους εφαίνοντο οι σπινθήρες των πυρολίθων πλανώμενοι και διεκδικούντες την πληθύν και το φέγγος προς τα ιλαρά άστρα τ' ουρανού. Ο λεπτός μεταλλικός ήχος τον οποίον παρήγαν τα γιαταγάνια πίπτοντα επί των κοκκάλων και ο βαρύς βρόντος των πυροβόλων, συνεμίγνυντο εις συμφωνίαν αγρίας μουσικής.

Άμα τον αντίκρυσα, στάθηκε· φώτιζε χαϊδευτικά τα νερά που κουνούσαν, και τα περνούσε με στενώτατα φύλλα χάλκινα, και αγάλι βούλιαζε από το πολύ βάρος. Μια μέρα ύστερα είμαι στην Ιωνία, κ' επειδή ήταν άλλοτε λεπτός και πλούσιος ο πολιτισμός της, το όνομά της έχει μάγια. Εκείνη την ημέρα μόνο η Ιωνία υπάρχει στον κόσμο, τα νησιά της, τα βουνά της, και η θάλασσά της.

Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.

Όμως δεν τον εγοήτευε η σκέψη, αλλά οι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους κινείται η σκέψη. Τη μηχανή αγαπούσε, κι όχι εκείνο που φτιάν' η μηχανή. Η μέθοδος, με την οποίαν ο τρελλός φτάνει στην τρέλλα του, του ήταν τόσον αγαπητή, όσον η πιο υψηλή σοφία του σοφού. Τόσο μάλιστα ο λεπτός μηχανισμός του μυαλού τον εγοήτευε, οπού περιφρονούσε τη γλώσσα ή τη θεωρούσε σαν λειψό όργανο της εκφράσεως.

Έπιναν, καθισμένοι στο ήσυχο δωμάτιο του ισογείου, με τα πόδια σταυρωμένα και τον αγκώνα στην άκρη του τραπεζιού. Και οι δυο, ο χοντρός και ο λεπτός, έμοιαζαν ικανοποιημένοι από τη ζωή. «Πιες, πιες!», είπαν και οι δυο προσφέροντας στον Τζατσίντο το κρασί τους, αλλά εκείνος αποποιήθηκε και τα δυο ποτήρια. «Άρρωστος είσαι; Γιατί δεν πίνεις;» «Άρρωστος είμαι, ναι»