United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα στο τρομασμένο ξύπνημά της θυμούνταν πολύ καλά, πως όταν της έδωσε το ύστερο φιλί, από πολύωρο ξεφάντωμα, όπως κάθε νύχτα, είδαν κ' οι δυο μαζί μέσ' απ' τα γυαλιά και τις κουρτίνες του παραθυριού ν' αχτινοβολούν τ' αστέρια. Τα είδαν και ξαναφιλήθηκαν. Γαλήνη γαλανή είταν χυμένη έξω, γαλήνη αγάπης και ευτυχίας μέσα στη μικρούλα κάμαρα.

Μεγάλη πίκρα ήτανε χυμένη στο παλάτι. Κ' η γρηά η βασίλισσα απ' το κακό της αρρώστησε και πέθανε. Και κλείνοντας τα μάτια της, έλεγε με παράπονο: — Αλλοίμονο, παιδί μου, και σα γυρίσης απ' τον πόλεμο και σα σου βάλη ο βασιλέας την κορώνα του, πού θάβρω εγώ το ταξιμο που σούταξα να σου το δώσω; Καλύτερα να κλείσω τα μάπα μου να μην ιδούνε τη ντροπή μου.

Όλα γίνανε όπως τα πιθυμούσε και το στερνό κρεβάτι της στρώθηκε μέσα στην μικρή κάμαρα του Σβεν. Εκεί είτανε ξαπλωμένη με ταπαλά, μαύρα μαλλιά λυμένα απάνω στο λευκό φόρεμα και γύρω της είταν όλα τανοιξιάτικα άνθη. Πίσω της είτανε στημένη κοντά στο μικρό παράθυρο μια ολοπόρφυρη αζαλέα και στο κρεβάτι της χυμένη μια βροχή από κίτρινα ρόδα.

Προχωρούσε με τα λιγνά κι' αδέξια ποδαράκια του, απάνω στο ξερό χώμα, μα σε λίγο ο αγωγιάτης έφθασε βιαστικός και θυμωμένος και το γύρισε πίσω στη μάννα του. Το αθώο μικρό τον ακολούθησε παραπονεμένο. Και το δρομαλάκι απόμεινε πάλι έρημο. Μα στην ερημιά του μια ήσυχη χαρά ήτανε χυμένη και το άσπρο του χώμα σκορπούσε γύρω στην πρασινάδα μια ευθυμία παράξενη, καθώς το φιλούσε ο Ήλιος.

Και μια ουράνια χαρά ήτανε χυμένη στο πρόσωπό του κ' ένα φως χρυσογάλαζο έλουζε τα βασιλεμένα μάτια του. Και καθώς μιλούσε έπιασε σφικτά το χέρι της αδερφούλας του και της είπε: — Έλα τώρα να σου πω μυστικά, πού πάει μονάχος μες στη γαλάζια σιγαλιά ο Αυγερινός, και τι μας στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κ' είναι γλυκό σαν μέλι.

Άλλος άνθρωπος αν είτανε, θάλιωνε ίσως από ντροπή, να το βλέπη μονάχα το σημάδι εκείνο της δόξας ύστερ' από τέτοιο ρεζίλι. Μα ο Νέρωνας, όχι άνθρωπος, μήτε τύραννος δεν είταν κοινός. Είταν η ψυχή του χυμένη από μπρούντζο. Κι άμα βγήκε η απόφαση και στεφανώθηκε, ανέβηκε κάπου και στάθηκε να τον καμαρώσουν κι αυτόν και τη δυνατή του φωνή, επειδή ο ίδιος έκαμνε και τον κράχτη της νίκης του.

Κατεκλίθη, και ο ιατρός, αφού τον είδε, είπε κρυφά εις την Μπέλλαν την αλήθειαν . ο Αντωνέλλος ήτο εις τα τελευταία του . . . Η Μπέλλα έκλαυσε, αλλ' έκρυψε τα δάκρυά της και εκάθησε κοντά στο προσκέφαλό του. Ο Αντωνέλλος έσβυνε χωρίς αγωνίαν· μία γαλήνη ήτο χυμένη εις το πρόσωπόν του, γαλήνη ύπνου, όστις έμελλε να είνε αίώνιος.