United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ξένη δεν απήντησεν εις τούτο, μόνον επέφερεν: — Εγώ δεν θέλω να σας παραβαρύνω, κυρά· εγώ δεν είμαι κακή γυναίκα. Λυπούμαι αν δεν τάχετε καλά με το Βαγγέλη, αλλά τι φταίω εγώ; Πράγματι, εκείνο το οποίον εφαίνετο ως δέσμη ήσαν τέσσαρες ή πέντε όρνιθες και πετεινοί, δεμένοι από τους πόδας, και τυλιγμένοι εις μέγα πλατύ ράκος. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη ο κλωγμός των ορνίθων.

ΤΥΧ. Δεν είνε αυτό, αφού εγώ δύναμαι να σου αναφέρω πολλούς, οι οποίοι είνε φρόνιμοι κατά τα άλλα και θαυμάζονται διά την κρίσιν των και όμως δεν γνωρίζω πώς έχουν κυριευθή από αυτό το κακόν και τόσον αγαπούν τα ψεύδη, ώστε λυπούμαι να βλέπω ότι άνθρωποι τόσον καλοί ευχαριστούνται να εξαπατώσι και τους εαυτούς των και τους άλλους.

ΙΦ. Εγώ να σου 'πω δεν λυπούμαι πολύ διά το γεγονός, διότι η κόρη δεν μας έπταιεν εάν η μητέρα της εκαυχάτο και διετείνετο ότι ήτο ωραιοτέρα από ημάς. ΔΏΡ. Αλλά θα ελυπείτο διά τον θάνατόν της Ανδρομέδας αφού είνε μητέρα. ΙΦ. Ας λησμονήσωμεν εάν μία βάρβαρος γυναίκα ωμίλησεν υπέρ την αξίαν της• αρκετά ετιμωρήθη με τον κίνδυνον τον οποίον διέτρεξεν η κόρη της, και ας χαρώμεν διά τον γάμον.

Κι ακολουθώντας τη σειρά των στοχασμών της πρόστεσε: — Αυτό θα είναι ίσως γιατί τον αγαπώ περσότερο από άλλο καθετί στον κόσμο. Περσότερο από τάλλα δυο παιδιά, περσότερο από σένα. Το σκέφτηκα συχνά και γνωρίζω πως αν πέθαινε ένα από τα μεγάλα παιδιά, δε θα έπαυα ποτέ να λυπούμαι. Μου φαίνεται όμως πως θα μπορούσα να υποφέρω τη λύπη για χάρη σας των άλλων, που θα ζούσατε.

Ψυχάρη· δεν πιστέβω νάχη κανένας το δικαίωμα να πη που του Ψυχάρη η γλώσσα «φέρει την σφραγίδα της δουλείας», κι όποιος το λέει βέβαια δε θα διάβασε το βιβλίο του. Μα δε λυπούμαι που δε με διάβασε ο κ. Α. Γ. Η. Με κακοφαίνεται μόνο που μπόρεσε ένας Γραικός να γράψη τέτοιο λόγο. Δεν ταιριάζει και μάλιστα, για να πω φανερά την ιδέα μου, είναι άτοπο να μιλή κανείς έτσι για τη γλώσσα του.

Πώς σε λυπούμαι, ω θεά!. . . σε τούτον τον αιώνα μου φαίνεσαι 'στην πίστι μου σαν την &κυρά Δασκάλα&, κι' όταν σε βλέπω κάποτε 'ψηλά εις την κολώνα, δεν ξέρω πώς μου έρχεται να πάρω μία σκάλα, ν' ανέβω εις το ύψος σου και να σε κατεβάσω, και το μακρύ κοντάρι σου απάνω σου να σπάσω.

Αλλά τη στιγμή που ξεπόρτιζα έφτασε σταυτιά μου μια λέξη της μάνας μου, πρωάκουστη για μένα, πούμοιαζε με τη μυστηριώδη λέξη της θειας μου. Αλλ' από τον τρόπο που 'πε η μάνα μου τη λέξη κείνη, «η πυρωμένηκατάλαβα πως ήτον υβριστική και κακή. Εμάντευσα δε πως από 'δώ και πέρα η αγάπη μου κιντύνευε· και προκαταβολικώς άρχισα νανησυχώ και να λυπούμαι.

ΜΗΝΑΣ. Όλων των ανθρώπων τα πρόσωπα είναι ειλικρινή, οιαιδήποτε και αν είναι αι χείρες των. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πρόσωπον ωραίας γυναικός δεν είναι ποτέ ειλικρινές. ΜΗΝΑΣ. Μη συκοφαντής, καρδίας μόνον κλέπτουν. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ήλθομεν εδώ διά να πολεμήσωμεν εναντίον σας. ΜΗΝΑΣ. Το κατ' εμέ, λυπούμαι διότι η συνέντευξις αύτη απέληξεν εις οινοποσίαν. Σήμερον ο Πομπήιος αποδιώκει γελών την τύχην του.

Λυπούμαι διά το πάθημα της μητρυιάς μου, ω άνδρες δικασταί, διότι ήτο αγαθή γυνή, και διά τον πατέρα μου ο οποίος στενοχωρείται δι' αυτήν, αλλά προ πάντων λυπούμαι διότι φαίνομαι ότι απειθώ και παρακούω εις τας πατρικάς προσταγάς, μη δυνάμενος να τας εκτελέσω, και ένεκα του ανιάτου της νόσου και διά την αδυναμίαν της επιστήμης μου.

Εγώ λοιπόν αυτήν την απολογίαν κάμνω, Σιμμία και Κέβη, διά ν' αποδείξω ότι ευλόγως δεν δυσαρεστούμαι οπού αφήνω και σας και τους εδώ κυρίους μου, ούτε λυπούμαι, διότι νομίζω ότι και εκεί όχι ολιγώτερον παρά εδώ θ' απαντήσω και αγαθούς κυρίους και αγαθούς φίλους· τούτο δε οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το πιστεύουσιν.