United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τώρα; Τώρα, ελεεινός και εξουθενωμένος ζ α ρ ώ ν ε ι εις την υπ' αυτού νομιζομένην μάλλον ασφαλή θέσιν της κ α β ί ν α ς του, κάτωχρος και περιδεής και τρέμων εκ φρίκης μήπως και η ειρηνικοτέρα του κίνησις αναρριπίση πάλιν και εξαγριώση την βδελυράν επανάστασιν των ιδίων αυτού εντέρων. Εκεί θα συναντήσωσι μίαν φιλάρεσκον ταξειδεύτριαν.

Ώστε ο νους μου ο περιδεής συνήλθε πλέον τέλεον. Επείσθην ότι ευρισκόμην εν τη ζωή, εν ώρα μάλιστα μεγάλης πανηγύρεως. Αλλ' ο κυρ-Στρατής, εύρων καιρόν, οπού ημείς αφηρέθημεν πλέον εν τη θεία ωδή, εξηκολούθει να πίνη, το έν κατόπιν του άλλου κενών τα ποτήρια. Του άνοιξε και η όρεξις.

Ίσως να μη είχε να πληρώση εις τον αλευρόμυλον, ίσως να ήτο κίνδυνος να φυλακισθή, και επάνω εις την φιλοτιμίαν του, ίσως να έπαθε κανένα κακόν. Μπορεί να του ήλθε νταμλάς. Δύσκολο πράγμα είνε ν' αποθάνη κανένας; . . . Και τότε, περιδεής η Θωμαή, τον εθρήνει κρυφά, κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον: — Λαλεμήτρο, Λαλεμήτρο μου! Είχεν ακουσθή ένα τοιούτον, εκείνα τα έτη, εις την μικράν επαρχίαν.

Και τότε είς των χωροφυλάκων σπεύσας έκλεισε και ησφάλισε την πύλην του Μοναστηρίου. — Ο πορτάρης! εκραύγασεν αίφνης ο αρχηγός. Πού είνε ο πορτάρης; Και έβλεπε περιδεής δεξιά και αριστερά. Ο θυρωρός είχε γείνει άφαντος. Ο λήσταρχοςδιότι ενώπιον ληστών ευρισκόμεθαέγεινε τότε έξω φρενών, κτυπών βαρβάρως τους δεσμίους. — Τα χρήματα! εφώναζε. Τα χρήματα! επανελάμβανεν.

Αλλά βλέπεις, σήμερα, Αρφανούλα μου, στέκουν οι άνθρωποι με ανοιχτό το στόμα να χάψουν τας ιδέας των άλλων. Και εδώ πλέον χρειάζεται ταχύτης: Όποιος πρόφτασε τον Κύριον εδόξασεν. Όλα έγειναν σήμερον «ηλεκτροπαραγωγά», είπεν ο Ξυλοπόδαρος, κτυπών τα τρία ξύλα του εις την γην με την νέαν αυτήν του συρμού λέξιν. — Και τώρα; ηρώτησεν η Αρφανούλα, περιδεής.

Περισσότερον από τον Μανώλην σαστισμένος ήτο ο σκύλος του, όστις τον ηκολούθει από κοντά, με την ουράν εις τα σκέλη, περιδεής προσβλέπον τους σκύλους του χωριού, οίτινες προσέτρεχον πανταχόθεν, όχι διά να χαιρετίσουν, αλλά διά να επιτεθούν κατά του αυθάδους ξένου, όστις εισήλθεν εις το κράτος των, χωρίς να ζητήση την άδειάν των.

Εκραύγασε τότε περιδεής ο μπάρμπ'-Αναγνώστης, ανασηκόνων το καποτάκι του, έτοιμος να εγκαταλείψη την γυναίκα. Πού σ' αφίνουν οι νιουδαίοι να κάμης την δουλειά σου. Πού σ' αφίνουν, κακομοίρα, να πλησιάσης οι αστυφύλακες! Και απώθει αυτήν.

Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα, και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω. Τεραστία μεταμόρφωσις! Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων. Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει. Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί.