United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η λυγερή διετήρησε την θέσιν της εις την γωνίαν άφωνος και ακίνητος, συγκρατούσα την αναπνοήν της εκ του τρόμου. Αλλ' η θύρα του οικίσκου εκινείτο θορυβωδώς εκ των βιαίων λακτισμάτων του Στάθη. Και η Σμάλτω συνήλθε τέλος κ' εγερθείσα ήνοιξε την θύραν, νεύουσα χαμαί την κεφαλήν, φοβουμένη μήπως διακρίνη επί του προσώπου της το σφάλμα ο Στάθης, τρέμουσα όλη, ως το φυλλοκάλαμον.

Όταν συνήλθε με τράβηξε κοντά του. «Αγαπημένε μου ανιψιέ», μου είπε αγκαλιάζοντάς με, «ήρθες σε μένα να πάρεις την θέση του, και θα κάνω ότι περνά από το χέρι μου να ξεχάσω ότι είχα ποτέ ένα γιό που μπορούσε να φερθεί με τέτοιο απαίσιο τρόποΜετά γύρισε και ανέβηκε την σκάλα.

Ώστε ο νους μου ο περιδεής συνήλθε πλέον τέλεον. Επείσθην ότι ευρισκόμην εν τη ζωή, εν ώρα μάλιστα μεγάλης πανηγύρεως. Αλλ' ο κυρ-Στρατής, εύρων καιρόν, οπού ημείς αφηρέθημεν πλέον εν τη θεία ωδή, εξηκολούθει να πίνη, το έν κατόπιν του άλλου κενών τα ποτήρια. Του άνοιξε και η όρεξις.

Επρομηθεύθημεν αμέσως ένα κουπί από τον σταθμόν των πλοιαρίων και διηυθύνθημεν αμέσως προς την κατοικίαν του νέου. Ταχέως συνήλθε και με όλα τα εξωτερικά δείγματα φιλίας ωμίλησε διά την μικράν σχέσιν που είχαμεν άλλοτε μαζί. Υπάρχουν μερικά πράγματα που λαμβάνω την ευχαρίστησιν να τα εξηγώ λεπτομερώς.

Τελικά η θεία Νοέμι συνήλθε και με απομάκρυνε με το χέρι της, ενώ έλεγε: καλύτερα να είχα πεθάνει πριν έρθει αυτή η μέρα. Εγώ τη ρωτούσα: γιατί; γιατί; θεία Νοέμι, γιατί; Κι εκείνη με το ένα χέρι με απομάκρυνε και με το άλλο έκρυβε τα μάτια. Τι βάσανο! Γιατί ήρθα, Έφις; Γιατί;» Ο υπηρέτης δεν ήξερε τι να πει.

Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα. Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της εκόλλησεν εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία αιφνιδία της πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν συνήλθε.

Την είδησιν έφεραν εκείθεν ελθόντες κάτοικοι του Κάστρου, όπου είχον καταβή διά να πωλήσουν κηπουρικά προϊόντα, τρεις ώρας δρόμον, από τα Μποστάνια, τα κείμενα κατά την δυτικήν πλαγιάν, αριστερόθεν του Κάστρου. Ο Αγάλλος το έμαθε, κ' έμεινεν εμβρόντητος επ' ολίγας στιγμάς. Ταχέως όμως συνήλθε, κ' έτρεξε να εύρη τον παπά-Ζαχαρίαν, τον Σακελλάριον.

Και άλλοι μεν εθαύμαζον το πράγμα, άλλοι δε εγέλων και μερικοί υπώπτευον μήπως εκ της υπερβολικής μιμήσεως έπαθε πραγματικώς εκείνο το οποίον υπεκρίνετο. Αλλά λέγεται ότι και ο ίδιος, όταν συνήλθε, τόσον μετενόησε δι' όσα έπραξεν, ώστε εκ της λύπης του ησθένησε διότι ενομίσθη ότι αληθώς είχε παραφρονήση.

Ότε δε ήλθον οι πρέσβεις από τας συμμάχους πόλεις και συνήλθε συνέλευσις, έκαστος είπεν όσα ήθελε, κατηγορούντες οι περισσότεροι τους Αθηναίους και φρονούντες ότι έπρεπε να γίνη πόλεμος· αλλ' οι Κορίνθιοι, οίτινες προηγουμένως είχον παρακαλέσει ιδαιτέρως κάθε πόλιν να ψηφίση τον πόλεμον, φοβηθέντες, μήπως εις αυτό το αναμεταξύ καταστραφή η Ποτείδαια, και ευρεθέντες τότε παρόντες επροχώρησαν τελευταίοι και είπον τα εξής.

Είχε φύγει από το κτηματάκι με η βεβαιότητα ότι κάτι εξαιρετικό θα συνέβαινε, κοιτάζοντας όμως προς τα επάνω τη σκάλα του φάνηκε ότι και ο ντον Πρέντου ήταν λυπημένος, σχεδόν άρρωστος, και ότι δίσταζε να κατέβει, κρατώντας στο ένα χέρι το κλαδευτήρι που γυάλιζε και στο άλλο μια κληματίδα, η βιολετιά άκρη της οποίας έσταζε, όπως από ένα δάχτυλο κομμένο σταγόνες αίμα. «Περίμενε να τελειώσω ή μήπως βιάζεσαι να φύγεις;», είπε ο ντον Πρέντου, αλλά αμέσως συνήλθε, κάτι θυμήθηκε, και κατέβηκε βαρύς, αφήνοντας τον Έφις να τραβήξει στην άκρη τη σκάλα. «Να», άρχισε, όταν βρέθηκαν στο ισόγειο δωμάτιο που ήταν γεμάτο ήλιο και σκιές από χελιδόνια, «να, πρέπει να σου πω κάτι…», και δίσταζε κοιτάζοντας τα χέρια του, «να, θέλω να παντρευτώ τη Νοέμι