United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εδιάβασα της προάλλαις, — εξηκολούθησεν ο κυρ-Στρατήςπως θα μας τα κόψουν, λέει, τα πολλά ψαλσίματα; — Αμ δεν θα μας τα κόψουν; Εν τω μέσω της αιθούσης ήτο η τράπεζα έτοιμος. Επί νεοσιδηρωμένης λευκής οθόνης, έκειντο απαστράπτοντα εκ καθαριότητος πάντα τα επιτραπέζια σκεύη, εν τάξει οικοκυρική, γυναικείας μάλλον δεξιότητοςοι άγαμοι, με τον καιρόν, αποκτούν καμμιά φορά, έξεις οικοκυράς.

Κυττάζω εις τον άλλον τοίχον, και βλέπωμου εφάνητον νεκρικόν στέφανον με της ωραίαις γαλάζιαις κορδέλλαις του. Κυττάζω και εις την οροφήν, και βλέπωμου εφάνητα νεκρώσιμα πρώτα κηρία, φέγγοντα με φως αμυδρόν, μικρόν, γαλάζιον φως, φως νεκρόν. Ο κυρ-Στρατής εξηκολούθει θρηνητικώτατα το τροπάριον το πένθιμον.

Ετοποθέτησε την λάμπαν· ημείς εκαθήσαμεν, και ο κυρ-Στρατής ιστάμενος ενώπιόν μου, εξηκολούθει: — Μία οικογένεια, που λες, επέμεινε σήμερα έξω να κάμη μνημόσυνον. 'Σ πολλά έτη όμως, που ο παππάς εστάθη παλληκάρι· αν και η οικογένεια έλεγεν ότι είχεν έγγραφον από την Μητρόπολιν. — Για να σου πω, κυρά μου, είπεν ο παππάς.

Και ηρξάμεθα του δείπνου, τα μάλα φαιδροί, αναμένοντες εν τέλει και μολπήν . Μόνον αμφίπολοι έλειπον και δμωαί καλαί, ίνα το δείπνον μας μεταβληθή εις ομηρικόν τέλειον. — Αυτά τα Χριστούγεννα, κανένας δεσπότης δεν θα μας τα κόψη, επανέλαβεν ο κυρ-Στρατής, πληρών τα ποτήρια εκ της δεξιάς χιλιάρικης πρώτον, διά το καλόν.

Επειδή δε ο κυρ-Στρατής ήτο ψάλτης του νεκροταφείου: — Θα είνε πεθαμένα! είπον. Εταράχθην. Διέκοψα την πρόποσιν, υποκριθείς βήχοντα·Χριστός και Παναγία! βρε άλλε ! Είπεν ο κυρ-Στρατής, ως άλλη μήτηρ προστάτις. Αλλ' ήτο αδύνατον πλέον να ησυχάσω. Όμως προσεπάθουν να κρύπτωμαι όσον το δυνατόν. Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον.

Γνωστοποίησις δε χειρόγραφος κολλημένη έλεγε: «Σήμερον, Χριστούγεννα, δεν έχει φαγί». Ώστε ένας ιεροδιάκονος εκ των πελατών, ελθών πεινασμένος και αναγνώσας την γνωστοποίησιν, είπε με αγανάκτησιν: — Νά η ώρα να κάμω σήμερα μεγάλη Παρασκευή! Εφθάσαμεν. Ο κυρ-Στρατής μας υπεδέχθη, σηκώσας την λάμπαν και προβάς μέχρι της θύρας. Ήτο τρισευγενέστατος ο κυρ-Στρατής.

Είπεν ο κυρ-Στρατής, πειραχθείς ολίγον. Και αμέσως, συγκρούων το ποτήριον μετά του φίλου μου, έκραξε φαιδρώς. — Εις υγείαν των πεθαμένων! Είχε κενωθή η μία χιλιάρικη, επλησίαζε δε και η άλλη. Εγώ μη δυνάμενος πλέον να βλέπω μήτε εις τον ένα τοίχον μήτε εις τον άλλον, μήτε εις την οροφήν, μήτε εις το εκλείπον πλέον χοιρίδιον — μ' εφαίνετο και αυτό ως νεκρόνδεν έβλεπον πουθενά.

Ώστε ο νους μου ο περιδεής συνήλθε πλέον τέλεον. Επείσθην ότι ευρισκόμην εν τη ζωή, εν ώρα μάλιστα μεγάλης πανηγύρεως. Αλλ' ο κυρ-Στρατής, εύρων καιρόν, οπού ημείς αφηρέθημεν πλέον εν τη θεία ωδή, εξηκολούθει να πίνη, το έν κατόπιν του άλλου κενών τα ποτήρια. Του άνοιξε και η όρεξις.

Ο κυρ-Στρατής, ένας κοντός και χονδρός ανθρωπάκος, με μίαν κεφαλήν φαλακράν και στρογγύλην ως κολοκύνθην, και με πρόσωπον κατακόκκινον ως κόκκινην κολοκύνθην, με δύο μάτια μεγάλα ως κάστανα, ήτο ιεροψάλτης του νεκροταφείου, αρχαίος φίλος μας.

Αλλ' αίφνης παλαιός τρόμος ηγέρθη εν τη καρδία μου· Πρέπει να εκιτρίνισε και η όψις μου. Οι συνδαιτυμόνες μου, αφιερωμένοι εις το χοιρίδιον, δεν με είδον αμέσως· διό προσεπάθουν να κρυφθώ, να χωνεύσω τον παλαιόν αυτόν τρόμον, όστις, ως κακοκλεισμένη πληγή, ήνοιξε τώρα δα, τόσον αιφνιδίως. Μολονότι ήτο φίλος μου στενός ο κυρ-Στρατής, πρώτην φοράν εισηρχόμην εις την κατοικίαν του.