United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η αδελφή Σιξτίνα ουδ' εφαντάσθη να παραβή την διαταγήν ταύτην. Κατ' αρχάς εσκέφθη να κρυβή υπό την κλίνην της Αϊμάς, αλλ' είτα ενόησεν ότι τούτο θα ήτο ανωφελές διότι, αφού η ηγουμένη είχεν υποψίας, ευκόλως έμελλε να την ανακαλύψη, και τούτο θα ήτο το χείριστον. Όθεν έσπευσεν ανδρείως εις την θύραν και ήνοιξεν. Εισήλθεν η ηγουμένη. Ήτο γυνή πεντηκοντούτις, υψηλή, λευκή και κάτωχρος.

Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ' ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης.― Τι έγεινε ; Πώς αργεί ; Μη έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα.....

Κύψασα είτα εις το ους της κοιμωμένης «Ιωάννα» εξηκολούθησεν, απαλύνουσα έτι μάλλον την φωνήν «σοι υπεσχέθη και ηδονάς η αντίζηλός μου αύτη· αλλ' ερώτησον αυτήν αν, περικυκλουμένη υπό κακοβούλων βλεμμάτων, αμιγή ησθάνετο ηδυπάθειαν, ότε παρεδίδετο εις τον εραστήν, τείνουσα το ους ουχί εις τους γλυκείς λόγους του, αλλ' εις πάντα περί αυτήν θόρυβον, και κάτωχρος αυτόν απωθούσα, οσάκις έτριζε θύρα ή εκινείτο φύλλον.

Αλλά τώρα; Τώρα, ελεεινός και εξουθενωμένος ζ α ρ ώ ν ε ι εις την υπ' αυτού νομιζομένην μάλλον ασφαλή θέσιν της κ α β ί ν α ς του, κάτωχρος και περιδεής και τρέμων εκ φρίκης μήπως και η ειρηνικοτέρα του κίνησις αναρριπίση πάλιν και εξαγριώση την βδελυράν επανάστασιν των ιδίων αυτού εντέρων. Εκεί θα συναντήσωσι μίαν φιλάρεσκον ταξειδεύτριαν.

Διότι υποκρίνεσαι απεριόριστον αγάπην προς τον Καίσαρα, ενώ προ μιας στιγμής τον ηπείλεις με τους πραιτωριανούς, πράγμα το οποίον πάντες ενοήσαμεν και αυτός σε ενόησεν επίσης. Ο Τιγγελίνος, όστις δεν εφαντάζετο ότι ο Πετρώνιος θα ετόλμα να ρίψη τον κύβον επί της τραπέζης με τοιαύτην αποφασιστικότητα, έγινε κάτωχρος και έμεινε βωβός.

— Κ' εκεί οπού εξήρχετο η γραία — η νεάνις είχεν ήδη εξέλθειακούει βοήν, ως φωνήν ανθρώπου κεκρυμμένου εις βάθος. — Να φύγης από τα σπίτι γλήγορα. Η γραία κατ' αρχάς ενόμισεν ότι έτριξεν η μονόφυλλος παμπάλαιος θύρα, κλεισμένη, αλλ' η βοή επανελήφθη ευθύς: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! Η γραία άφησε την θύραν ανοικτήν πάραυτα, και απεσύρθη κάτωχρος, τρέμουσα, παραπαίουσα.

Τώρα το ποιητικόν μου έργον «Η πυρπόλησις της Τροίας» θα γίνη αριστούργημα· έπειτα στραφείς προς τον ύπατον ηρώτησεν: — Εάν αναχωρήσω αμέσως, διά να φθάσω το ταχύτερον διά να ίδω την Ρώμην καιομένην και να την απολαύσω εντός των φλογών; — Καίσαρ, απήντησεν ο ύπατος κάτωχρος ως πανίον, η πόλις ολόκληρος είναι ωκεανός φλογών.

Και απέσυρα διά της βίας από τα δάκτυλά του την άκραν του υφάσματος, το οποίον κατέπεσε και εκάλυψε την φρικώδη ζωγραφίαν. Ο Νίκος κατέβη από την κλίνην και εκάθισεν επ’ αυτής. Ήτο κάτωχρος. Έλαβα εκ της χειρός του τον λύχνον και τον κατέθεσα επί της τραπέζης. Ήθελα να είπω τι διά να τον καθησυχάσω, αλλ' αι λέξεις δεν ανήρχοντο εις τα χείλη μου.

Αίφνης τρομερός κρότος ηκούσθη, υποχθόνιος βοή αντήχησε, το έδαφος εσαλεύθη υπό τους πόδας των δύο τούτων ανθρώπων. Σεισμός μετά πατάγου και βροντής μεγάλης συνέβη. Τα δύο ταύτα πρόσωπα αντήλλαξαν πεπηγότα βλέμματα. Ο Μάχτος κατέστη κάτωχρος. Τι είνε; Τι συμβαίνει; Τας λέξεις ταύτας ουδείς εξήνεγκεν εκ του στόματος, αλλ' ενδομύχως μόνον εσχηματίσθησαν αύται εις το βάθος των φρενών.

Την είδεν εις το παράθυρον και, αφού και πάλιν εδέχθη εις απάντησιν των ερωτολογημάτων του τα φάσκελά της, της είπεν: — Ό,τι κιάνε κάνεις, στα χέρια μου θα πέσης· δική μου θα σε κάμω. Ο Σμυρνιός δε σε θέλει, μόνο βγάλε τ' απού το νου σου. Η Μαργή από κόκκινη έγινε κάτωχρος. Ο δε Μανώλης είπεν ακόμη: — Ο ίδιος μου τώπε οψές τη νύχτα.