United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας λόγος λέει πως αργεί ο φρόνιμος να σφάλη, μα σα σφάλη καλά σφαίνει. Ο Μανώλης θα είχε την υπομονήν να ακούη επί ώρας την φλυαρίαν της Αλογόμυγιας, μόνον διά να βλέπη ούτω την Πηγήν απέναντι να του χαμογελά εις την υποσκίασιν του εκτυλισσομένου υφάσματος. Αλλ' ο Καρπάθιος τον ανεκάλεσεν εις το ανιαρόν καθήκον. Εις παρομοίας στιγμάς εσκέπτετο ότι οι αίτιοι της δυστυχίας του ήσαν οι κτίσται.

Είναι ωσάν αράχνη, και νομίζει τις ότι δεν φορεί τίποτε. Τόσον είναι ελαφρά! αλλά τούτο είναι η ωραιότης του υφάσματος! — Πραγματικώς! έλεγαν οι ακόλουθοι του βασιλέως. Αλλά τίποτε δεν έβλεπαν, διότι τίποτε δεν υπήρχε. — Μας δίδει την άδειαν η βασιλική Μεγαλειότης σας, είπαν οι αγύρται, να σας αλλάξωμεν, και να σας βάλωμεν τα νέα αυτά φορέματα εμπρός εις τον καθρέπτην;

Συνεκέντρωσα ένεκα τούτου όλην την δύναμιν της προσοχής μου, ως εάν το πείσμα τούτο ήρκει να σταματήση έως εκεί την μανίαν του χάλυβος. Προσεπάθησα να φαντασθώ κατά πρώτον το τρίψιμο της σπάθης όταν θα έσχιζε τον μανδύαν μου, ή ακόμη την οξυτάτην αίσθησιν, την οποίαν παράγει εις τα νεύρα μου η προστριβή του υφάσματος.

Η Νοέμι, πράγματι, είχε αφήσει τον πανσέ να πέσει σε μια λευκή πτυχή του υφάσματος. Η καρδιά της χτυπούσε∙ ναι, μάντευε. «Πού είναι η ντόνα Έστερείπε ο Έφις σκύβοντας επάνω στα πόδια του. «Πόσο θα ευχαριστηθεί όταν το μάθει! Ο ντον Πρέντου μου ζήτησε να γυρίσω στο χωριό γι’ αυτόν το λόγο…» «Μα τι λες, άθλιε;» «Όχι, μη με λέτε άθλιο!

Και ταύτην λοιπόν σπεύδει ν’ αποβάλη ή μάλλον να σχίση, τρέχουσα ως μαινομένη και σκορπίζουσα περί αυτήν τα τεμάχια του υφάσματος, μέχρις ου καταβληθείσα υπό του τρόμου και του καμάτου καταπέση ημιθανής και ημίγυμνος επί της χλόης.

Σωκράτης. Επομένως το όνομα δεν είναι όργανον διδακτικόν και διασαφητικόν της φύσεως των πραγμάτων, καθώς η σαΐτα είναι διαχωριστικόν του υφάσματος; Ερμογένης. Μάλιστα. Σωκράτης. Δεν είναι υφαντικόν όργανον η σαΐτα; Ερμογένης. Και πώς δεν είναι; Σωκράτης.

Αλλά όταν ενθυμήθη ότι οι ανάξιοι διά την θέσιν των δεν θα ημπορούν να το ιδούν, τα εχρειάσθη· όχι βέβαια ότι εφοβήθη διά τον εαυτόν του· αλλ' επροτίμησε να στείλη κανένα άλλον να ιδή πώς πηγαίνει η υπόθεσις. Όλοι οι κάτοικοι της πόλεως εγνώριζαν την ιδιότητα του υφάσματος, και είχαν μεγάλην περιέργειαν να ιδούν ποίος από τους φίλους των ήτο παλαβός και ποίος ανάξιος.

Ούτω στολισμένη, εντός του χρυσοποικίλτου αυτής κοιτώνος, του οποίου παν κόσμημα και πάσα υφάσματος πτυχή είχε διατεθή υπό εμπείρου τεχνίτου συμφώνως προς τον προορισμόν της, ενώ εκάπνιζεν η αλόη εντός χρυσού θυμιατηρίου, και έχυνε το σαπφείρινο, αυτής φως η κυανή κανδήλα, ωμοίαζεν η Χριστίνα είδωλον εντός ναού.

Κρατών διά της αριστεράς του λύχνον, ανεσήκωνε διά της δεξιάς την μεταξύ των καρφίων πλευράν του υφάσματος βλέπων το υπό το κέντημα. Αίφνης γονατίζει επί της κλίνης, πλησιάζει τον λύχνον εις τον τοίχον και κύπτει την κεφαλήν διά να ίδη καλλίτερα. Έπειτα, χωρίς να προφέρη λέξιν, προσπαθεί διά των δακτύλων ν' αποσπάση του τοίχου το επί της κάτω γωνίας καρφίον. — Τι κάμνεις εκεί; ηρώτησα πλησιάζων.

Και απέσυρα διά της βίας από τα δάκτυλά του την άκραν του υφάσματος, το οποίον κατέπεσε και εκάλυψε την φρικώδη ζωγραφίαν. Ο Νίκος κατέβη από την κλίνην και εκάθισεν επ’ αυτής. Ήτο κάτωχρος. Έλαβα εκ της χειρός του τον λύχνον και τον κατέθεσα επί της τραπέζης. Ήθελα να είπω τι διά να τον καθησυχάσω, αλλ' αι λέξεις δεν ανήρχοντο εις τα χείλη μου.