United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να βάλωμεν ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να κάμωμεν ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας έδωσε την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες ειδωλολάτραι που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη όσους ξένους, που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας τους.

Της είχε πέσει το βουλοκέρι, το δε χρώμα της είχε γείνει κατάμαυρον αλλά εξηκολούθει να υπερηφανεύηται διά τα προτερήματά της. — Να έν αυγόν σπασμένον, εφώναξε το άλλο παιδί. Ας την βάλωμεν μέσα! — Οι τοίχοι κάτασπροι και εγώ μέσα μαύρη. Αυτό μου έρχεται, είπεν η σακκορράφα. θα φαντάζω καλά μέσα εις το αυγόν! Εκεί διά μιας το παιδί πατεί το αυγόν, και κρακ το σπάνει!

Είναι ωσάν αράχνη, και νομίζει τις ότι δεν φορεί τίποτε. Τόσον είναι ελαφρά! αλλά τούτο είναι η ωραιότης του υφάσματος! — Πραγματικώς! έλεγαν οι ακόλουθοι του βασιλέως. Αλλά τίποτε δεν έβλεπαν, διότι τίποτε δεν υπήρχε. — Μας δίδει την άδειαν η βασιλική Μεγαλειότης σας, είπαν οι αγύρται, να σας αλλάξωμεν, και να σας βάλωμεν τα νέα αυτά φορέματα εμπρός εις τον καθρέπτην;

Διότι πράγμα ισόρροπον, όταν το βάλωμεν εις το μέσον ενός άλλου ομοίου πράγματος, δεν ημπορεί να κλίνη από κανέν μέρος ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον. Επειδή δε ευρίσκεται κατά τον ίδιον τρόπον, εξακολουθεί να μένη ακλινές. Κατά πρώτον λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, έχω σχηματίσει διά τούτο πεποίθησιν. Και δικαίως, είπεν ο Σιμμίας.

Αλλ' αυτός ενόμισε χρέος του να μη φωνάξη δυνατά, επειδή ήτο εν στολή. Έμεινε λοιπόν εις τον δρόμον. Εκεί ήρχισε να ψυχαλίζη· η ψυχάλα έγεινε μετ' ολίγον βροχή ραγδαία. Όταν επέρασεν η βροχή, εβγήκαν έξω τα παιδία της γειτονίας να παίξουν. Έν από αυτά είδε τον στρατιώτην και τον επήρε, και εφώναξε προς τους συντρόφους του: — Ελάτε να τον βάλωμεν να ταξειδεύση.

Έτζι είπε ο Δίας· και σ' αυτά τα θεϊκά του λόγια, Για τους Μπακάκους θλιβερά και μαύρα μοιριολόγια, Ο Άρης αποκρίθηκε, και λέγει προς τον Δία, 575 Δεν είν' δουλιά της Αθηνάς, μήτ' εδική μου αντρεία, Στο χαλασμό των Μπακακών να βάλωμεν εμπόδιο.

Εισέρχονται ο ΚΕΝΤ και ο ΟΣΒΑΛΔΟΣ ΟΣΒ. Καλό ξημέρωμα, φίλε. Είσαι του σπιτιού άνθρωπος; ΚΕΝΤ Ναι. ΟΣΒ. Πού να βάλωμεν τ' άλογά μας; ΚΕΝΤ Εις την λάσπην. ΟΣΒ. Παρακαλώ, ειπέ μου, αν μ' αγαπάς. ΚΕΝΤ Δεν σε αγαπώ! ΟΣΒ. Τι τρόπος είναι αυτός; Δεν σε γνωρίζω, άνθρωπε! ΚΕΝΤ Σε γνωρίζω εγώ. ΟΣΒ. Ποίος είμαι λοιπόν;

Το παρεδέχθη και αυτό. — Ποία είναι τώρα τα αγαθά που μας υπολείπονται ακόμη; τι να είναι τάχα η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη και η ανδρεία; παραδέχεσαι εσύ, Κλεινία, ότι θα ήτο ορθόν να κατατάξωμεν και αυτά μεταξύ των αγαθών, ή όχι; διότι ημπορούσε κανείς να το αμφισβητήση· εσύ όμως τι φρονείς; — Και αυτά είναι αγαθά, μου απεκρίθη. — Έστω λοιπόν, αλλά την σοφίαν σε ποια σειρά τάχα να την βάλωμεν; εις τα αγαθά; ή ποια είναι η ιδέα σου; — Εις τα αγαθά. — Κύτταξε μήπως παρελείψαμεν κανένα άλλο, που να αξίζη τον κόπον. — Μα μου φαίνεται πως δεν παρελείψαμεν.

Κατά πρώτον μεν, είπεν ο Σωκράτης, να μη μας συμβή τούτο, να βάλωμεν μέσα εις την ψυχήν μας την ιδέαν, ότι από τας λογικάς σκέψεις κοντεύει καμμία να μη είναι σωστή, αλλ' ας έχωμεν πολύ περισσότερον την ιδέαν ότι ημείς έως τώρα δεν είμεθα ακόμη υγιείς κατά τον νουν και ας επιδιώξωμεν με γενναιότητα και προθυμίαν να γείνωμεν υγιείς, σεις μεν λοιπόν και οι άλλοι και ένεκα ολοκλήρου της μετά ταύτα ζωής σας, εγώ δε ένεκα του ιδίου του θανάτου, διότι εις την παρούσαν στιγμήν κοντεύω ως προς τούτο να μη είμαι φιλόσοφος, αλλά, όπως οι όλως διόλου αμαθείς, άνθρωπος φιλόνεικος.

Θα γελάσης τους δικαστάς και θα διαφύγης• διότι ως ηκούσαμεν είσαι ρήτωρ και δικηγόρος, πολύ πανούργος εις τους λόγους. Ποίον δικαστήν να βάλωμεν να σε δικάση, τον οποίον να μη δωροδοκήσης, κατά την συνήθειάν σας, και να τον πείσης να ψηφίση υπέρ σου παρά την συνείδησίν του;