United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν όμως είδα ότι απηλπίζοντο ότι θαύρισκαν εκείνα τα οποία εζητούσαμεν και εστενοχωρούντο πολύ δι' αυτό, προσεπάθησα δι' άλλης οδού να εξετάσω και να μάθω το ζητούμενον.

Το βλέπω δε δυστυχώς πολύ συχνά το φαινόμενον αυτό, και εις τον τελευταίον ανακτορικόν χορόν το είδα τοσούτον ανεπτυγμένον, ώστε αι λυπηραί σκέψεις, τας οποίας μου εγέννησε, μ' έρριψαν εις δυσθυμίαν παράδοξον, την οποίαν μάτην προσεπάθησα ν' αποδιώξω καθ' όλην την εσπέραν.

Συνεκέντρωσα ένεκα τούτου όλην την δύναμιν της προσοχής μου, ως εάν το πείσμα τούτο ήρκει να σταματήση έως εκεί την μανίαν του χάλυβος. Προσεπάθησα να φαντασθώ κατά πρώτον το τρίψιμο της σπάθης όταν θα έσχιζε τον μανδύαν μου, ή ακόμη την οξυτάτην αίσθησιν, την οποίαν παράγει εις τα νεύρα μου η προστριβή του υφάσματος.

Έκυψα και προσεπάθησα, αλλ' εις μάτην, να διακρίνω διά της ρωγμής αυτής. Μόλις εσήκωσα την κεφαλήν μου αντελήφθην εις τι συνίστατο η μυστηριώδης μεταβολή, η επελθούσα εις την κρύπτην μου. Παρετήρησα ότι τα χρώματα των τοιχογραφιών εξεθώριασαν και εκιτρίνισαν, αν και τα περιθώριά των ήσαν αρκετά ευδιάκριτα.

Δεν ηξεύρω πως και διατί, αλλά τοσαύτη με είχε καταλάβει την παρελθούσαν εβδομάδα αδράνεια, τόσος βαρεμός κατά την εκφραστικωτάτην λέξιν του λαού, ώστε όχι μόνον η χειρ μου δεν ενετείνετο εις εργασίαν οιανδήποτε, αλλά και αυτός ο νους μου εβαρύνετο να σκεφθή. Δις μόλις και τρις προσεπάθησα να αποσείσω την οκνηρίαν μου, αλλά και πάλιν δεν το κατώρθωσα.

Είς εκ των οποίων και εγώ βέβαια, καθόσον τουλάχιστον ημπόρεσα, δεν παρέλειψα τίποτε εις την ζωήν μου, αλλά προσεπάθησα με όλην μου την καρδίαν με κάθε τρόπον να γίνω. Εάν δε ορθώς προσεπάθησα και εάν ωφελήθην τίποτε, αφ' ού υπάγω εκεί, θα μάθω την αλήθειαν, εάν ο θεός θέλη, ολίγον υστερώτερα, καθώς μου φαίνεται.

Παραιτηθέντων των προγόνων μου από τον δεσμόν της προξενίας, τον οποίον είχαν με σας εξ αιτίας δυσαρεσκείας τινός, εγώ προσεπάθησα να επαναλάβω αυτήν με το να σας εξυπηρετήσω εις πολλάς περιστάσεις και ιδίως εις την συμφοράν την δυστυχή υπόθεσιν της Πύλου.

Αλλ' εν τω προσώπω του Ομέρ Βριόνου εύρον ανταγωνιστήν εφάμιλλον και προσεπάθησα να τον παραστήσω καθ' ην εμόρφωσα προ χρόνων ιδέαν περί του χαρακτήρος, περί της γενναιότητος, και καθόλου περί των προτερημάτων και των ελαττωμάτων της φύσεως αυτού, αφού πιστώς τον παρηκολούθησα καθ' όλην την διάρκειαν του πολεμικού του σταδίου.

Ω! ωραία, ωραία Αφροδίτη! Έκφρων, έτρεξα προς τον καναπέν και προσεπάθησα να εξυπνήσω τον κοιμώμενόν διά να του ανακοινώσω την τρομεράν είδησιν. Τα μέλη του όμως ήσαν ξυλιασμένα, τα χείλη του πελιδνά . . . τα λαμποκοπούντα άλλοτε μάτια ήσαν &σβυσμένα από τον Θάνατον.& Ωπισθοχώρησα, κλονιζόμενος, προς την τράπεζαν.

Προσεπάθησα να φωνάξω· και προς τον σκοπόν αυτόν τα χείλη μου και η ξηρά γλώσσα εταράσσοντο συσπώμενααλλά κανείς ήχος δεν διέφυγεν από τα σπήλαια των πνευμόνων μου, οι οποίοι, σαν να επιέζοντο από το τρομερόν βάρος ενός όρους, ελαχάνιαζαν και έπαλλαν σαν την καρδιά μου, εις κάθε οδυνηράν και δύσκολον αναπνοήν.