United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρος ο βασιλιάς του χάιδεψε με τα γέρικα δάκτυλά του τα χρυσά μαλλιά και του είπε : — Άκουσε, παιδί μου. Πέταξε το τουφέκι σου σε μια γωνιά, βγάλε τα ρούχα σου τα σκονισμένα και τα ταπεινά και φόρα τα χρυσά και τα βελούδα σου. Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή στο παλάτι μας.

Όπως το πλατάνι, που της ρίζες του απλώνει σε τόπον όπου τρέχουνε νερά και θεριέβει το κορμί του κι' όσο πάει και φουντώνει, έτσι σαν γίγαντας υψώνεται, όποιος γερά στα δάκτυλα σφίγγει της Πίστης τα λουριά.

Το κατοπινόν δάκτυλον εχώνετο εις τα γλυκά και εις τα ξυνά, ωδηγούσε το κονδύλι όταν έγραφεν, έδειχνε κάθε τι χωρίς να εντρέπεται, και εκαυχάτο ότι το λέγουν δείκτην. Αλλά τα άλλα δάκτυλα τον ονόμαζαν μεταξύ των λιχανόν, το οποίον σημαίνει ότι γλύφει ό,τι εύρει, και το εκαταφρονούσαν επειδή το εζήλευαν. Το τρίτον στο μακρύ μακρύ και υπερηφανεύετο διά το ανάστημά του.

Αι αδελφαί μου περιεκύκλωσαν την μητέρα κλαίουσαι, ο δε πατήρ μου έκρυψεν εντός των χειρών το πρόσωπον, και η Ανδριάνα έδακνε τα δάκτυλα της, κ' εγώ ησθάνθην την καρδίαν μου αναβαίνουσαν εις τον λαιμόν μου, και τους οφθαλμούς μου θολούς, και ήτο γενικός ο θρήνος και ο κοπετός υπό την ελαίαν, ήτις μας εσκίαζεν.

Ο Σαίξπηρ μπορεί ν' αντίκρυσε στους λευκούς δρόμους του Λονδίνου τον Rosencrantz και τον Guilderstern ή να είδε τους υπηρέτες των αντίμαχων σπιτιών να δαγκώνουν τα μεγάλα δάκτυλά τους με άχτι ο ένας του αλλουνού στη μέση στην πλατεία· όμως ο Άμλετ εβγήκε μέσ' από την ψυχή του κι ο Ρωμαίος μέσ' από το πάθος του.

Έβλεπα τας ξανθάς τρίχας της αθώας εκείνης κεφαλής, και ανελογιζόμην τα από του εξώστου μας φαινόμενα πλοία και ανεπόλουν μετά φρίκης όσα ήκουσα περί των εις Σμύρνην και εις τας Κυδωνίας υπό των Τούρκων διαπραχθέντων. Εβάδιζα σιωπών και περίλυπος. Η μικρά εσιώπα επίσης, αλλ' ησθανόμην τα δάκτυλα της ανήσυχα εντός της χειρός μου.

Ο τρανός τεχνίτης εφάνταζε μπροστά τους, μεγάλος και παντοδύναμος, κρατώντας ακόμη στα χέρια του τη δύναμη που ράγιζε τα λιθάρια και ημέρευε τα θηρία. Ο γέρος έβαλε τα δάκτυλα στις τρύπες του φλάουτου, τώφερε ανάλαφρα στο στόμα και κόλλησε τα χείλη του απάνω του σ' ένα φιλί μεθυσμένο, γεμάτο γλύκα και τρεμούλα. Σαράντα χρόνια είχαν να φιληθούν ο γέροΜπούμας με το φλάουτο.

Θα ειπή ότι όποιος την έχει δεν θέλει να την χάση, και από αυτό το σημάδι την γνωρίζει όλος ο κόσμος. Τινάξατε τα πτερά σας. Μη γυρίζετε από μέσα τα δάκτυλά σας. Τα καλοαναθρεμμένα παπιά γυρίζουν έξω τα δάκτυλα, καθώς την μητέρα σας και τον πατέρα σας. Ιδού! Τώρα γυρίσατε τον λαιμόν σας και ειπήτε ραπ! Και έκαμαν όπως έλεγε, και είπαν ραπ.

Και ήρχισεν ο Κ. Πλατέας απαριθμών εις τα δάκτυλά του τους περιπατητικούς φιλοσόφους, ως τους απεκάλουν οι θαμώνες της πλατείας, όσους συνήντησε, γέροντας όλους ή μεσοκόπους, εκτός ενός νεανίου ρέποντος εις τον ρωμαντισμόν και έχοντος αξιώσεις ποιητού. — Κυρίας δε διόλου; ηρώτησε και πάλιν ο Λιάκος. — Και βέβαια!

Από τη ρεμματιά έπαιρνε τον λεπτό πηλό στα δάκτυλά του και μ' ένα μικρό εργαλείο από ξύλο ή κόκκαλο το μεταμόρφωνε σε φόρμες τόσον εξαίσιες, οπού οι άνθρωποι τις έδιναν σαν αθύρματα στους νεκρούς και τα βρίσκουμε και τώρα στους σκονισμένους τάφους, απάνω στην κίτρινη βουνοπλαγιά της Τανάγρας, με τωχρό χρυσό και τη σβυνάμενη πορφύρα, που μένουν χρονοτριβώντας λίγον καιρό ακόμα στα μαλλιά, στα χείλη, στη φορεσιά.