United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω πόλις των Θηβαίων, καύχημα της Ασιατικής γης, από την οποίαν ήλθα άλλοτε με πολύχρυσα στολίδια εις τα ανάκτορα του βασιλέως Πριάμου, ως σύζυγος δοθείσα εις τον Έκτορα. Εις εκείνον τον καιρόν όλοι εζήλευαν την Ανδρομάχην, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε θα γεννηθή ποτέ γυναίκα δυστυχεστέρα από εμέ.

Συνήθως τον ωνόμαζον «σαλιάρα», ή «μπουκαπόρτα», ή «μάπα κεφάλι». Αλλά τώρα, όταν τον έβλεπαν και τον εζήλευαν, θα ηδύναντο να είπωσι προς αλλήλους: «Ούτος ην, ον έσχομέν ποτε εις γέλωτα και εις παραβολήν

Το κατοπινόν δάκτυλον εχώνετο εις τα γλυκά και εις τα ξυνά, ωδηγούσε το κονδύλι όταν έγραφεν, έδειχνε κάθε τι χωρίς να εντρέπεται, και εκαυχάτο ότι το λέγουν δείκτην. Αλλά τα άλλα δάκτυλα τον ονόμαζαν μεταξύ των λιχανόν, το οποίον σημαίνει ότι γλύφει ό,τι εύρει, και το εκαταφρονούσαν επειδή το εζήλευαν. Το τρίτον στο μακρύ μακρύ και υπερηφανεύετο διά το ανάστημά του.

ΖΕΥΣ Εις τ' ανάθεμα οι φιλόσοφοι όσοι λέγουν ότι μόνον οι θεοί είνε ευτυχείς• εάν εγνώριζαν πόσα υποφέρομεν ένεκα των ανθρώπων, δεν θα μας εζήλευαν δια το νέκταρ και την αμβροσίαν, πιστεύοντες εις τον Όμηρον, άνθρωπον τυφλόν και αγύρτην, ο οποίος μας λέγει ευδαίμονας και διηγείται τα συμβαίνοντα εις τον ουρανόν, ενώ ούτε τα επί της γης ηδύνατο να βλέπη. Ιδού ποία είνε η ευτυχία μας.

Όταν έβγαινα έξω, εκαθόμουν σε αμάξι με λευκά άλογα, μισοξαπλωμένος και όλοι μ' εκύταζαν και μ' εζήλευαν. Εφορούσα τα φορέματα του Ευκράτους και δακτυλίδια μεγάλα πάνω από δεκαπέντε και διέταξα να ετοιμασθή λαμπρό γεύμα για να υποδεχθώ τους φίλους μου. Αυτοί, όπως γίνεται στα όνειρα, ήλθαν, το γεύμα ήρχισε και το ποτήρι εδούλευε.

Σαν κοριτσάκι πλειο η θειά-Ζωίτσα! έλεγαν. Όταν ανήρχετο τον μέγαν και ατελείωτον ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους κατά την πανήγυριν, την εθαύμαζον όλαι. Αλλά και την εζήλευαν.

Γελούσανε γλυκά, γλυκά, Κι' ο ουρανός γελούσε. 'Μιλούσανε, κ' εφαίνονταν Πως έψαλαν πουλάκια. Και μεταξύ τους 'σφίγγονταν, Κ' επέρνανε φιλάκια. Φιλιώνταν και μια μυρωδιά Λιβάνου μου περνούσε. Παρά κοντά τους δεκαφτά, 'Σάν Νύμφαις Ορειάδες, Ερχόντανε γελούμεναις. Ταις έβλεπαν αι Μούσαι Κ' εζήλευαν. 'Στή μέση τους Μια ψιλοτραγουδούσε, Και την κιθάρα έπαιζε. Τι νιάτα!...Τι 'μορφάδες!...