United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έψαλαν τους αιγλήεντας, τους ουρανίους αγγέλους, οίτινες επτερύγιζον περί την φάτνην, και τα άστρα τα επιβραδύναντα την περιστροφικήν κίνησίν των, διά να χύσουν το φέγγος των εις το μειδιών εκείνο βρέφος.

Όταν δε την εσπέραν της εορτής επήγαν εις τον Ναόν και έψαλαν παράκλησιν και ευχαριστίαν, ενώπιον της εικόνος του Αγίου και τα τρία πρόσωπα του ιστορήματος, ο γέρων ιερεύς εις το τέλος ως γραμματισμένος οπού ήτο και μουσικός, επήρε το βιβλίον της Ψαλτικής και έψαλε με ιδιαιτέραν χάριν το Δαβιτικόν άσμα, πολύ κατάλληλον εις την περίστασιν εκείνην: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις».

Μετά μίαν στιγμήν, το αίμα αμφοτέρων ηνούτο και συνεχωνεύετο εν τω αυτώ. Εκείνος έκαμε νεύμα εις τους μουσικούς, και πάλιν αι κιθάραι εδόνησαν, και ήρχισαν αι φωναί. Έψαλαν τον Αρμόδιον. Υποβασταζόμενοι αμοιβαίως, θεσπεσίως ωραίοι, ήκουον αμφότεροι μειδιώντες και ωχριώντες. Λήξαντος του ύμνου, ο Πετρώνιος διέταξε να παραθέσωσι και πάλιν οίνον και φαγητά.

Γελούσανε γλυκά, γλυκά, Κι' ο ουρανός γελούσε. 'Μιλούσανε, κ' εφαίνονταν Πως έψαλαν πουλάκια. Και μεταξύ τους 'σφίγγονταν, Κ' επέρνανε φιλάκια. Φιλιώνταν και μια μυρωδιά Λιβάνου μου περνούσε. Παρά κοντά τους δεκαφτά, 'Σάν Νύμφαις Ορειάδες, Ερχόντανε γελούμεναις. Ταις έβλεπαν αι Μούσαι Κ' εζήλευαν. 'Στή μέση τους Μια ψιλοτραγουδούσε, Και την κιθάρα έπαιζε. Τι νιάτα!...Τι 'μορφάδες!...

Κοροϊδεύεις, Σωκράτη, είπεν ο Αγάθων. Αλλ' αυτά ας τ' αφήσωμεν δι' έπειτα πού θα κριθώμεν εγώ και συ περί της σοφίας μεταχειριζόμενοι ως δικαστήν τον Διόνυσον · αλλά τόρα άρχισε πρώτα να τρώγης. Μετά ταύτα, κατακλιθέντος του Σωκράτους, αφού εδείπνησαν όλοι, έκαμαν σπονδάς, έψαλαν τον θεόν και έγειναν όλα τάλλα τα συνηθιζόμενα, ήλθεν η σειρά να πίουν.

Αφού δε το δείπνον ετελείωσεν, ο μεν Απόλλων έπαιξε κιθάραν, ο δε Σειληνός εχόρευσε κόρδακα και αι Μούσαι ηγέρθησαν και μας έψαλαν μέρη εκ της Θεογονίας» του Ησιόδου και την πρώτην ωδήν του Πινδάρου. Αφού δε από όλα εχορτάσαμεν και όλοι ήμεθα αρκετά μεθυσμένοι, ανεπαύθημεν όπως ευρέθη έκαστος, άλλοι μεν ρα θεοί τε και ανέρες ιπποκορυσταί εύδον παννύχιοι, εμέ δ' ουκ έχε νήδυμος ύπνος,

Και οι μεν Πέρσαι έκρουαν κύμβαλα και έψαλαν άσματα θορυβώδους Ασιατικής μουσικής, εις τους ήχους της οποίας γυμναί γυναίκες εχόρευαν προ του Πέρσου αρχιστρατήγου. Εις δε το Χριστιανικόν στρατόπεδον εψάλλοντο ψαλμοί της ιεράς γραφής και όργανα μουσικά εξήγειραν το πολεμικόν φρόνημα εις τας ψυχάς του στρατού. Η μάχη απέβη υπέρ του Ηρακλείου.

Έπειτα έτειναν την δεξιάν χείρα και υψώσαντες την κεφαλήν και τα βλέμματα προς τον Καίσαρα, έψαλαν με φωνήν ηχηράν: «Χαίρε, Καίσαρ αυτοκράτωρ· Οι μελλοθάνατοι σε προσαγορεύουνΈπειτα διεσκορπίσθησαν εν ριπή οφθαλμού και ετοποθετήθησαν χωριστά επί του περιβόλου της κονίστρας. Έμελλον να επιτεθώσι κατ' αποσπάσματα ολόκληρα.

Εκέρασαν τον οίνον, εντός κρατήρων εις όλον τον στρατόν, οι δε στρατηγοί έκαμαν σπονδάς μετά ποτηρίων χρυσών και αργυρών. Εις τας ευχάς των ανεμιγνύοντο και αι ευχαί όλου του επί της παραλίας μείναντος πλήθους, συγκειμένου εκ πολιτών και φίλων. Αφού δε έψαλαν τον παιάνα και ετελείωσαν τας σπονδάς, εξέπλευσαν εις το πέλαγος.