United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος παρετήρησε τον Πετρώνιον με εμβρόντητον ύφος και έπειτα, είπε: — Συγχώρησέ με, την αγαπώ, και ο έρως μου ταράσσει το πνεύμα. Θαύμασέ με, Μάρκε. Προχθές ιδού τι είπα εις τον Καίσαρα: «Ο ανεψιός μου Βινίκιος είναι ερωτευμένος με μίαν αδύνατον κόρην διαμένουσαν εις του Αούλου.

Πιστεύω το μέσον αλάνθαστον . . . — Σε ακούω. — Λοιπόν εντός ολίγων ημερών η θεσπεσία Λίγεια θα γεύεται εις την οικίαν σου τον καρπόν της Δήμητρος. — Είσαι μεγαλείτερος από τον Καίσαρα! ανέκραξεν ο Βινίκιος. Τω όντι ο Πετρώνιος ετήρησε την υπόσχεσίν του.

Το πρόσωπον του Αούλου εξέφρασε και πάλιν οργήν και λύπην. — Εάν ήμην μόνος, εις τον κόσμον, είπε με υπόκωφον φωνήν, δεν θα την παρέδιδον ζώσαν και οι συγγενείς μου θα ηδύναντο να φέρουν σήμερον αναθήματα εις τον Δία τον ελευθερωτήν. Θα υπάγω εις τον Καίσαρα και θα τον ικετεύσω να αναθεωρήση την απόφασίν του. Θα με ακούση; Δεν γνωρίζω.

Ο Χίλων ίστατο ακίνητος με χείρα τρέμουσαν και δεικνύων διά του δακτύλου τον Καίσαρα. Θόρυβος ηγέρθη. Ως κύματα συνταρασσόμενα και αιφνιδίως ωθούμενα υπό της τρικυμίας, ο λαός όρμησε προς τον γέροντα διά να τον ίδη εγγύτερον. Φωναί εκραύγαζον: «Κρατήστε τον», άλλαι: «Αλλοίμονον εις ημάςΘύελλα συριγμών και ωρυγμών εξέσπασεν: «Αινόβαρδε! Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά! Ο κυκεών ηύξανεν.

Επεσκέφθης τους ελληνικούς ναούς, όπως έκαμα εγώ επί δύο έτη; Επήγες εις την Ρόδον, όπου εγείρεται ο Κολοσσός; ή εις τας Αθήνας; Είδες την Άλεξάνδρειαν, την Μέμφιδα, τας Πυραμίδας; Ο κόσμος είναι ευρύς, θα συνοδεύσω τον Καίσαρα και, κατά την επιστροφήν, θα τον αφήσω και θα αναχωρήσω διά την Κύπρον.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μα την Ίσιδα, θα σου σπάσω τα δόντια, αν παραβάλης και πάλιν με τον Καίσαρα τον πρώτον άνδρα του κόσμου! ΧΑΡΜΙΟΝ. Ζητώ ταπεινώς συγγνώμην. Επαναλαμβάνω &το τραγούδι σου&.

Ιδού αι πινακίδες και η σφραγίς αίτινες δεικνύουσιν, ότι έρχομαι εξ ονόματός του. — Είμαι ευγνώμων εις τον Καίσαρα διά τον χαιρετισμόν του και θα εκτελέσω την προσταγήν του. Χαίρε, Άστα. Ποία η εντολή του; — Άουλε Πλαύτιε, ήρχισεν ο Άστας, ο Καίσαρ έμαθεν, ότι εις την οικίαν σου διαμένει η θυγάτηρ του βασιλέως των Λιγειέων, παραδοθείσα υπό του βασιλέως τούτου ως όμηρος εις τους Ρωμαίους.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ετελείωσες; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φευ! έδυσε τώρα η επίγειος ημών σελήνη, και μόνον το σημείον τούτο προμηνύει την πτώσιν του Αντωνίου. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πρέπει να περιμένω έως ότου τελειώση. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έπρεπε ν' ανταλλάξης βλέμματα μεθ' ενός υπηρέτου διά να κολακεύσης τον Καίσαρα; ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν με γνωρίζεις ακόμη; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Προς εμέ λοιπόν ψυχρά καρδία;

Ο Βινίκιος, όστις από της στιγμής καθ' ην τα αισθήματα της Λιγείας του έγιναν γνωστά, επεθύμει μανιωδέστερον ακόμη να την επανεύρη, ήρχισε να κάμη ερεύνας προσωπικώς, διότι δεν ήθελεν ούτε ηδύνατο να ζητήση συνδρομήν από τον Καίσαρα, τον οποίον κατέτρυχεν η κατάστασις της υγείας της μικράς Αυγούστας.

Ένα πες μόνο ναι, στην προσταγή του Καίσαρα και θα γυρίσης στην πρώτη πάλι τη ζωή, στης δόξες και στα λούσα, ω! μπουμπούκι μου, που χρόνο με το χρόνο λαχταριστά σ' ανάθρεψα και σε κορφολογούσα.