United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν μ' εβάσταζεν η καρδιά να χτυπήσω το άρρωστο εκείνο ανδράποδο. Άδικον όμως θα ήταν να μείνουν τα παιδιά μου χωρίς εκδίκησι καμμιά. Έβαλα στη θήκη το λάζο και έφτυσα στο πρόσωπο τον κύριον συνταγματάρχην, και αντί να θυμώση διά το φτύσιμον, μ' εκύτταξε, σαν να μου έλεγεν ευχαριστώ που του χάρισα τη ζωή. — Και πως ετελείωσεν αυτή η ιστορία; — Ο συνταγματάρχης εγλύτωσε και έφυγεν εις τα λουτρά.

Αφού ετελείωσεν η εσπερίς, ο Καίσαρ, καθ' ην στιγμήν τον απεχαιρέτιζε, τον ηρώτησεν αίφνης με μοχθηράν χαράν εις τους οφθαλμούς: — Και ο Βινίκιος διατί αρά γε δεν ήλθε;

Κατά το τέλος δε του χειμώνος και περί τας αρχάς του έαρος οι Αργείοι κλίμακας έχοντες ήλθαν εις την Επίδαυρον διά να καταλάβουν αυτήν εξ εφόδου υποθέτοντες αυτήν ανυπεράσπιστον ένεκα του πολέμου, αλλ' απήλθαν άπρακτοι. Και τοιουτοτρόπως ετελείωσεν ο χειμών και το δέκατον τρίτον έτος του πολέμου.

Αυτά είνε, ω Φαίδρε, όσα εγώ είχα να ειπώ περί του θεού εν μέρει μεν παίζων, εν μέρει δε και σπουδάζων, καθ' όσον αι μικραί μου δυνάμεις το επιτρέπουν. Άμα ο Αγάθων ετελείωσεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, όλοι εξέσπασαν θορυβωδώς εις επαίνους, λέγοντες ότι ο λεβέντης αυτός τα είπε πολύ καλά και αντάξια και εαυτού και του θεού.

Ενθυμείσαι αναγνώστά μου, ότι υπήρξες ποτέ παιδίον; Ενθυμείσαι τα ωραία και ταχύπτερα έτη της φαιδράς εκείνης ηλικίας, ήτις ήρχισεν ότε ήρχισες να ομιλής, και ετελείωσεν ότε ήρχισες να σκέπτεσαι; Ενθυμείσαι τα ξύλινα άλογά σου, τους μολυβδίνους σου στρατιώτας, τας παραφώνους σου σάλπιγγας, τα μακρά καλάμια, εφ' ων ιππεύων περιέτρεχες την αυλήν της πατρικής σου οικίας, κυνηγών απανθρώπως τας ανακυκώσας το χώμα όρνιθας και ταράσσων τον ύπνον της θερμαινομένης εις τον ήλιον γαλής; Ενθυμείσαι τας ατελευτήτους εκείνας εσπέρας του χειμώνος, καθ' ας, οκλαδόν προ της μάμμης σου καθήμενος, ητένιζες τον γοητευμένον μικρόν σου οφθαλμόν εις τα στίλβοντα δίοπτρά της, δι' ων εκείνη προσείχε μη περιπλέξη τον μίτον του νυκτερινού της εργοχείρου ;

Αφού και ετελείωσεν αυτά τα λόγια, άρχισε πάλιν να προσπαθήση να βγάλη το δακτυλίδι, ο όφις πάλιν με το φύσημά του τον εκατάρριψεν εις την γην, και εγώ τον εξαναζώωσα με τα βόλι ωσάν το πρώτον.

Δεν είχα τίποτε να πλύνωούτε την ελαχίστην οιανδήποτε κηλίδα, ούτε το ελάχιστον σημείον αίματος. Προς τούτο έλαβα όλα τα μέτρα μου. Το παν εξηφανίσθη μέσα εις ένα πακέτο, α! α! Όταν το έργον αυτό ετελείωσεν, ήταν τέσσαρες πρωί και έκαμνε τόσον σκοτάδι όσον και τα μεσάνυκτα. Όταν το ωρολόγι εκτυπούσεν αυτήν την ώραν, ένα κτύπημα αντήχησεν εις την πόρταν του δρόμου.

Τα όσα καταμαρτυρείς κατά του εαυτού σου, από τον τόπον όπου ζης εμένα μ' εξορίζουν. Ω! ετελείωσεν εδώ, καρδιά μου, η ελπίς σου! ΜΑΛΚΟΛΜ Μακδώφ γενναίε κι' αγαθέ, ο ευγενής θυμός σου εις την ψυχήν μου έσβυσε τους δισταγμούς τους μαύρους, κι' αποδεικνύει την τιμήν, την ειλικρίνειάν σου!

Άλλως εφανταζόμην το δείπνον της εσπέρας ταύτης, και άλλως ετελείωσεν. Εδώ ερρογχάλιζε, κτηνωδώς μεθυσμένος, ο πλήρης ζήλου, ο δραστήριος εκείνος ανακριτής, ον μέχρι τούδε ενόμιζον πρότυπον εγκρατούς, αφωσιωμένου υπαλλήλου.

Η ευλάβεια εξέλιπε προ πολλού εκ της οικουμένης, αλλ' αι εικόνες του Ραφαήλου και η φωνή των Λακορδαίρων ή των ευνούχων του Πάπα ελκύουσιν ακόμη προσκυνητάς υπό τους θόλους του Αγίου Πέτρου και του Πανθέου, ενώ ημείς άπαξ μόνον του έτους πορευόμεθα φράσσοντες τα ώτα εις την εκκλησίαν. Άμα ετελείωσεν ο όρθρος, έσπευσεν ο Φρουμέντιος να ξεναγήση την Ιωάνναν εις το νέον αυτής κλωβίον.