United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί τέλους ο ήλιος ήρχισε πάλιν να καίη και τα πουλάκια να κελαδούν. Ήλθε πάλιν η άνοιξις. Το παπί ησθάνθη τότε ότι τα πτερά του εδυνάμωσαν.

Αλλ' η Φωτεινή έτρωγε με πολλήν όρεξιν· έξαφνα ακούει γύρω της κάτι λεπταίς και παραπονετικαίς φωναίς. Πουλάκια είνε! λέγει. Σηκώνει τα 'μάτια της και βλέπει επάνω εις το δένδρον μίαν μισοκρημνισμένην φωληάν. Αχ! ο άνεμος ο δυνατός, που έσπασε του πατέρα μου την βάρκα, θα γκρέμισε και αυτή τη φωλίτσα!.. Αφίνει τότε το ψωμί της και ζητεί τα πουλάκια.

Στον αρμεγώνα ο πιστικός να φέρνη το κοπάδι, Να στρέφουν από τες βοσκές στην κούρνια τα πουλάκια, Να κλειούν τα φύλλα του βουνού τον κάμπου τα λουλούδια Και να ησυχάζουν πέλαγα, στεριές, ακέρια η Πλάση Κάτου στον ίσκιο που ο Θεός απλώνει απανουθέ της. Άγιο των μαγισσών αστρί και της αγάπης άστρι, Οπού βαθύ χαιρετισμό σα προσευκήν ο κόσμος Το πλιο ακριβό και μυστικό τραγούδι του σου πέμπει.

Εκείνην την στιγμήν, ανέτελλεν ο ήλιος. Ο δίσκος του εφάνη ν' αναδύεται από τα κύματα, αντικρύ, εις το μακρινόν πέλαγος, του οποίου μίαν λωρίδα έβλεπεν από την κρύπτην της η Χαδούλα. Τα όρνεα του βουνού, του πετρώδους και ηχώδους, το οποίον ηγείρετο όπισθέν της, έρρηξαν μακρούς κρωγμούς, και τα πουλάκια της κοιλάδος, της λόχμης, του μικρού δάσους, αφήκαν φαιδράς μελωδίας.

Τα πουλάκια απάνω απ' τα κλαδιά και οι κύκνοι μέσα απ' τα νερά μια μέρα, που είχε κλάψει πολύ, τη συμπόνεσαν κ' έσκυψαν πονετικά απάνω της. Και της είπαν όλα μαζή: — Μη κλαις, όμορφη βασίλισσα. Εμείς θα σου χαρίσωμε μια βασιλοπούλα, που τα κάλλη της δε μετασταθήκανε στον κόσμο. Η όμορφη βασίλισσα αναστέναξε βαθιά και δεν εμίλησε. Της φάνηκε πως ονειρεύεται.

Η πάπια έχασε την υπομονήν της, και εσηκώθη να φροντίση τα μικρά της παπάκια, αλλά πάλιν μετενόησε και εκάθισε να το κλωσήση. — Αι; πώς τα πηγαίνεις; την ηρώτησε μία γραία πάπια, η οποία ήλθε να την επισκεφθή. — Καλά, απεκρίθη η κλώσα. Μόνον αυτό το αυγόν δεν θέλει να σκάση. Ιδέ τα άλλα μου παπιά; Είδες ποτέ σου ωραιότερα πουλάκια; Ομοιάζουν πολύ του πατρός των.

Ποίος ενδύει τόσον μεγαλοπρεπώς τα κρίνα του αγρού, οπού ουδέ ο μέγας Σολομών με όλην την σοφίαν του δεν ημπόρεσε να ενδυθή με τέτοιαν λάμψιν; Ποίος τρέφει τα πουλάκια τα μικρά; Διατί ο άνθρωπος να μη είνε πάντοτε γελαστός και χαρούμενος ως τα πτηνά; Διατί και ο άνθρωπος να μη είνε στολισμένος ως τα κρίνα του αγρού; Διατί να σκάπτη την γην; Διατί να ιδρώνη και να κρυώνη; Να πεινά; Να κλαίη; Διατί να μη τραγουδή πάντοτε ως τα πτηνά; Ποίος τον έκαμε τον άνθρωπον, το εκλαμπρότερον δημιούργημα, σκοτεινόν, χωρίς άρωμα, χαμερπή, γυμνόν, πειναλέον . . .

Α! όχι, δεν μας αγαπά·το έμφυτον δεν τόχει, κι' ο τρυποφράκτης ο μικρός, μικρότερος απ' όλα τ' άλλα πουλάκια, πολεμά κι' αυτός την κουκουβάγια ανίσως κ' έχει τα μικρά εις την φωληά του μέσα!... φόβος τα πάντα· τίποτε δεν 'ζύγισ' η αγάπη· κ' η γνώσις ολιγώτερoν· διότι το να φύγη δεν ήτο γνώσις βέβαια! ΡΩΣ Καλή μου εξαδέλφη, κυβέρνησε την λύπην σου.

Και 'ςτά λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'στά μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα.

Χρόνια διακόσια κοιμάται απόξω ο καλόγερος που το ζωγράφισεχρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια. Στον κόρφο του βουνού είν' ένα κάτασπρο εκκλησάκι. Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή! Απάνω στης λιλά μολόχες, απάνου στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθανέφυγαν. Η γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ' τον πλάτανο.