United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ιδέα μου είναι πως μπορεί ο στίχος ο δεκαπεντοσύλλαβας να μείνη, μα λιγάκι να κοπή, όπως έκαμαν κ' οι φίλοι του V. Hugo κι ο Hugo ο ίδιος με τον παλιό μονότονο και μονόχορδο στίχο του Boileau. Έπειτα μπορεί κανείς να κάμη χίλια καινούρια πράματα, να κονταίνη, να βραδύνη, να ταχύνη, άξαφνα και να σπάση το μέτρο. Έχετε μερικά τέτοια που μου φαίνουνται πολύ πιτυχημένα.

Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Το χώμα του ήτανε ξερό, το χρώμα του μονότονο κάτω απ' το φως του δειλινού. — Ας πάω εγώ! είπα μέσα μου. Κάτι θα ξέρη ο δυστυχισμένος αυτός παραλυτικός. Οι δυστυχισμένοι ξέρουν πάντα περισσότερα απ' όλους εμάς τους άλλους. Άφησα το ζητιάνο και τον κόσμο, που περνούσε ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα, κ' έσχισα βιαστικά τον κάμπο.

Ο Τσουαναντόνι, καθισμένος κάτω από την πέργολα μπροστά στην καλύβα, έπαιζε το ακορντεόν και ολοτρόγυρα το μονότονο μοτίβο απλωνόταν σαν ένα πέπλο ύπνου πάνω από τον ερημωμένο τόπο. Βλέποντας τον άγνωστο άντρα να προχωράει σκυμμένος για να ρίξει μια ματι μέσα στο καλύβι, το αγόρι σταμάτησε να παίζει το ακορντεόν και το γλυκό βλέμμα του έγινε απειλητικό. «Τι θέλετε

Κ' έπειτα δε μίλησε πια, παρά κύτταζε μπροστά του. . . Είναι άνθρωποι που ζούνε σα χόρτα και κοτρώνια-ζουν και δε μιλούνε, μόνο βλέπουν τη ζωή τους σαν τα χόρτα και τα κοτρώνια : τη βλέπουνε σε μεγαλύτερο βάθος, με περισσότερη ένταση από εκείνους που ξεφωνίζουν και ξέρουν και λεν το τι αισθάνονται- γιατί μπορεί και λέγεται με λόγια. . . Κύττα λοιπόν κ’ εσύ, αγόρι μου, τον άσπρο γύρο τον κολλαριστό του νυφικού σου κρεββατιού και μέτρα τις θηλειές της χερόπλεχτης νταντέλλας κάτω-κάτω ! Κύττα μια μεγάλη άρρωστη μύγα, που δεν πέθανε το χειμώνα, πως πετάει, βαριά, με βόμβο μονότονο από το τζάμι στην πλεχτή κουβέρτα και πίσω!

Από εκεί έβλεπε την ψηλή χλόη να κυματίζει σαν να ακολουθούσε το μονότονο μοτίβο του ακορντεόν, και τα άλογα ακίνητα στον ήλιο σαν ζωγραφισμένα επάνω στο γαλάζιο σμάλτο του ορίζοντα. Οι φωνές χάνονταν μέσα στη σιωπή, οι μορφές έσβηναν μες στο φως. Να όμως μια γυναικεία πλάι σ’ ένα θάμνο και μια άλλη, αντρική, που την πλησιάζει τόσο πολύ που σχηματίζουν μια σκιά μόνο.

Κ' η τροξαλίδα κρυμμένη κάπου, λαλεί το τραγούδι της νυχτόημερα, το μονότονο τραγούδι της, τριτριτριτρι, στο χαλασμό και το θάνατο χαιράμενη: — Φάτεφάτε το ρημάδι, κουτοπόνηροι· σαν αύριο χαθή πού θα πάτε να ζήστε· πού θα πάτε; — Σ' άλλο ρημάδι! σ'άλλο ρημάδι!... Ίδια στο απέραντο χτήμα, ίδια στο πλατύχωρο παλάτι του ο Χαγάνος.

Σύννεφα από άσπρες και κιτρινωπές πεταλούδες πέταγαν εδώ κι εκεί, κάθονταν και μπερδεύονταν στα λουλούδια των μπιζελιών, οι ακρίδες πετιόντουσαν και ξανάπεφταν σαν να τις παρέσερνε ο αγέρας, οι μέλισσες βούιζαν γύρω από τις ξερολιθιές και έμοιαζαν χρυσές από τη γύρη των λουλουδιών όπου κάθονταν. Μια σειρά παπαρούνες φλέγονταν ανάμεσα στο μονότονο πράσινο του χωραφιού με τα κουκιά.

Εισήλθα από την πύλη, και ηύρα πάλιν τον εαυτόν μου ευθύς και εντελώς. Αγαπητέ, δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες· όσο μου ήτο θελκτικό, τόσο μονότονο θα ήτο εις τη διήγηση. Είχα αποφασίσει να κατοικήσω εις την αγορά, κολλητά εις το παληό μας σπίτι. Καθ' οδόν παρετήρησα εις το σχολείον, όπου μια έτιμη γρηά μας εσυμμάζωνε, όταν ήμεθα παιδιά, είχε μεταβληθή εις παντοπωλείον.

Απόξω ούτε φωνή, ούτε θόρυβος. Μόνον της βρύσης το μουρμούρισμα έφτανε μέσα μονότονο και τούφερνε λιποψυχιά. Όχι νερό· το αίμα της καρδιάς του έχυνε απ' τον κρουνό της η βρύση. Αλήθεια· πολύ άχαρο είν' έτσι το σπίτι! Άλλοτε μόλις άνοιγε τα μάτια του, άκουε το αλαφρό περπάτημα της κυρά Πανώριας, το πασπάτεμμά της εδώ κ' εκεί, τη φωνή της.

Ο γρύλλος ως τόσο, τρυπωμένος εκεί κοντά στο παράθυρο, έχυνε μέσα στην έρημη νύχτα ακόμα το ίδιο ακούραστο και μονότονο τραγούδι του. Τ' ΑΓΟΡΙ Στον Νίκο Λάσκαρη Από τ' ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού, που με φιλοξενούσε, απλόνουνταν στα μάτια μου όλος ο κάμπος, που τον διάβηκα την ημέρα, ομορφότερος και μεθυστικώτερος στο ηλιοβασίλεμμα της χινοπωριάτικης βραδιάς.