United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανασηκώθηκε και κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατα με τα μπράτσα του κάνοντας τον ακατάδεχτο στην αρχή και παίρνοντας στη συνέχεια τη ζωγραφισμένη νεροκολοκύθα γεμάτη κίτρινο κρασί που του πρόσφερε ο υπηρέτης. Τελικά ήπιε: ήταν γλυκό κρασί και αρωματικό όπως το κεχριμπάρι και πίνοντάς το έτσι, από το στενό στόμιο της νεροκολοκύθας, του έδινε σχεδόν μια αίσθηση ηδονής.

Ο Θανάσης ο Μελαχροινός καλησπέρισε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος, με το παντοτεινό του χαμόγελο. — Την ευχή σου, δέσποτα. — Ευλογημένος να είσαι. — Και πού είνεκαλή ώρα νάχη — η κυρά παπαδιά; Δεν θα την ιδούμε απόψε; Από μέσα του ήτανε ευχαριστημένος για την απουσία της παπαδιάς και κάποια ευχαρίστηση φαινότανε ζωγραφισμένη στο στεγνό πρόσωπο του, που θάμενε μόνος με το φίλο του.

Το μόνο, που του κακοφαινότανε κάποτε, ήτανε όταν οι άλλοι περνούσαν κοντά του και σκύβανε να τον κυττάξουν. Για λίγο καιρό κάποια στενοχώρια φαινότανε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Μα γλήγορα βρήκε τρόπο να διορθώση αυτή την ιστορία. Γύρω απ' το λιμάνι, που ήτανε ο δρόμος του, είχανε κτίσει τον τελευταίο καιρό έναν καινούργιο μώλο μ' ένα ψηλό πεζούλι, ως μισό μέτρο απάνω απ' το δρόμο.

Αν δε κανείς διορθώσει το σημείο ξ σε σημείο θ, τότε η νοητή γραμμή θε δεν είναι ζωγραφισμένη στο σχήμα/ εάν τις κάμη την κίνησιν αβ βε, θα κάμη και την αγ γδ, διότι είναι ανάλογοι αι αγ γδ προς τας αβ βε.

Τον κύτταξα χωρίς να πω λέξι, όπως βλέπει κανείς όλα τα παράξενα πράμματα στον κόσμο. Η ευγνωμοσύνη ήταν ζωγραφισμένη ανάποδα στο μέτωπό του! Το ημίψηλο του βουλευτή με τη ναυτική πατατούκα, και το ιερατικό βρακί με τα δημαρχικά παπούτσια έκαναν μια παράξενη και αξιοθρήνητη αρμονία απάνω του. Και θυμήθηκα την υπηρέτριά μου: — Μη βιάζεσαι, αφέντη· αυτός που σε περιμένει δεν είνε και τόσο κύριος...

Οι Θεομίσητοι λούφαξαν από τότε· δεν ξέχασαν όμως τις κακίες τους. Μέσα στην ψυχή τους ήταν άσβυστα ζωγραφισμένη η έρμη κι ασβολωμένη πατρίδα τους· και για να ευχαριστηθούν έπρεπε να κάμουν απαράλλαχτο μ' εκείνη τον κόσμο. Ο Χαγάνος χτύπησε τα παλαμάκια δυνατά. Δεν τους αγαπούσε τους Ευμορφόπουλους· τους μισούσε μάλιστα. Τον λύπησε όμως το θέαμα. Τέτοιος ήταν από φυσικό του ο Χαγάνος.

Είχαν τα μάτια άγρια γουρλωμένα. Ήταν τους οι τρίχες σαν καρφιά φριγμένες, κ' ήταν τους πρησμένες οι μαγούλες, κ' ήταν πανιασμένο όλο τους το πρόσωπο. Άστραφτε διαβολικό τανάβλεμμά τους, εφύσαε αγριεμένο το ρουθούνι τους. Ανάγλυφαν, ξεροδάγκαναν στα ολόμαβρα τα χείλια τους ζωγραφισμένη απάνω τη φριχτή και παράξενη δίψα τους. Μπρος στις ελιές το κοπάδι εκόλωσε.

Ανασήκωνε τη φτερούγα, έδειχνε το μελαχρινό πρόσωπό της, πονεμένο, στα μάτια της ζωγραφισμένη η λύπη, αλλά αποτραβιόταν από το τοιχάκι σαν να φοβόταν μην πέσει. Και να άλλες φιγούρες που ανέβαιναν κι αυτές, όλες με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από μια μαύρη φτερούγα, και όλες πλησίαζαν, αλλά αμέσως οπισθοχωρούσαν τρομαγμένες από τον κίνδυνο μην γκρεμοτσακιστούν από την άλλη μεριά.

Με πιάσανε, με σύρανε στη φυλακή. Φονιάς. Φονιάς έγινα στα γεράματα. — Με το δίκηο σου, Καπετάν Γιάννη, του είπα. Με το δίκηο σου. — Δεν ξέρω δίκηο ξεδίκηο. Ένα πράμμα ξέρω. Ένα μολύβι σηκώθηκε απ' τα στήθια μου. Ανάσσανα. Ο Θεός να με συχωρέση. Έβγαλα το άχτι της γενιάς μου. Μιας γενιάς άχτι. Μια χαρά παράξενη ήταν ζωγραφισμένη τώρα στο πρόσωπό του. — Άκουσε, του λέω, Καπετάν Γιάννη.

Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά στο καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάννα μου, με μάτια που αφίνουν εικόνες μέσα στο νου. Είτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλά της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δης τι τρέμει, και κει έβρισκες την πίκρα ζωγραφισμένη.