United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κιαμέ καλόγερος θα γενής; είπεν ο Σαϊτονικολής προσπαθών να γελάση. Δεν το πολυπιστεύγω, μωρέ παιδί; Καλόγερος θα 'πά γενώ να σώσω τη ψυχή μουμα δε μ' αφήνει ο διάολος απούχω στο βρακί μου. Κατές το τό τραγούδι; — Δεν κατέω πράμμα! είπεν ο Μανώλης αποστρέφων το πρόσωπον και εντείνων το πείσμα του διά να μη γελάση. Εγώ την Πηγή δε θα τήνε πάρω κιάν 'νε γυρίση ορανός κάτω κ' η γης απάνω.

Μήπως ο κύριος Βάντερντέντουρ σ' έκανε σ' αυτά τα χάλια; — Μάλιστα, κύριε, απάντησε ο νέγρος. Αυτή είναι η συνήθεια· μας δίνουν ένα πανένιο βρακί για φορεσιά δυο φορές το χρόνο. Όταν δουλεύουμε στα ζαχαροποιεία κι' ο τροχός μας αρπάξη το δάχτυλο μας κόβουνε το χέρι· όταν αποπειραθούμε να φύγουμε, μας κόβουνε το πόδι· μου τύχανε κ' οι δυο αυτές περίπτωσες.

Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπάρμπα-Διόμας είχε φορέσει μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την &τσάκαν& του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.

Πήρα το μαντήλι της, έκοψα το κοντό μου, το βρακί μου και βούλωσα τα ξύλα. Μα τι το θέλης, η καταχνιά έστεκε πάντα και το μονόξυλο ούτε μπρος ούτε πίσω τόρα. Δε βλέπαμε τι γίνουνταν. Πέρασαν ώρες κι ώρες. Μας πήρε η αυγή φαίνεται γιατί άσπρισε γύρω μας η καταχνιά. Θάρρεψα πως θάβαζε κάνα βορριδάκι να μας πετάξη σε τίποτα μάζες, σε τίποτα φύκια, σε καμμιά καλαμιά.

Αφίνω το τίποτές μου εις το αδέρφι μου το Γηώργη και θέλω να με θάψη, χωρίς καμμία εξόδευσι και κοσμοπομπή. Να μου αφίση μονάχα το βρακί και το μαύρο ποκάμισο και τίποτας άλλο, και να με ρίξη σ' ένα ταφί.

Και μίαν ημέραν ηκούσθη να του λέγη: — Λιμοκοντόρος μας γίνηκες και συ και δεν χωνεύεις τους φτωχούς ανθρώπους; Να, για να πάρης γάντια! Να, για ν' αγοράσης λουστρίνια!... Παλιόσκυλο, δεν βλέπεις τα χάλια σου, που δεν έχεις βρακί να φορέσης, μόνο μας κάνεις τον τρανό και συ!

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Δύο πανιά! Μία φούστα και ένα βρακί. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πέτρε! ΠΕΤΡΟΣ Παρών. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Το φυσερόν μου, Πέτρε . ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Δος της το, Πέτρε, να κρύψη το πρόσωπόν της. Μου αρέσει καλλίτερα το φυσερόν. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλή σας ημέρα, άρχοντες. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Καλή εσπέρα, αρχόντισσά μου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ, από τώρα εβράδυασε;

Ο στρατιώτης όμως δείλιασε και δεν έφερε τη διαταγή του στρατηγούτο Μπούσγο. Έτσι ο Καραϊσκάκης αναγκάστηκε να τραβηχτή και φτάνειτη ράχη, όπου φύλαγε, άνεργος, ο Μπούσγος. Δαιμονίστηκε καθώς τον είδε ο Καραϊσκάκης, γιατί νόμισε πώς από φόβο δεν είχε έρθη βοήθεια του. — Το βρακί της Κατερίνας! Φέρτε μου το βρακί της Κατερίνας!

Άλλως εις το χωρίον του ήτο γνωστός. Εβαρύνετο τα πολλά λούσα. Το βρακί του βαθύ κυανούν ποτε, ωραίον γεράνιο, είχεν υπολευκανθή εκ της πολυκαιρίας. Γηράσκουσι, βλέπετε, και τα ρούχα. Και δεν προσεβλήθη μόνον υπό του γήρατος, ως ο μύσταξ του κατόχου του, αλλά και υπό της τρικυμίας, διότι η άλμη επικολλήσασα, ως επί των αλιέων, εσχημάτισεν αναμέσον των αραιών πτυχών στίγματα υπόφαια ως θαμπά άστρα.

Και για να τους προσβάλη χειρότερα και να δώση θάρροςτους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλλα, κατέβασε το βρακί και τους έδειξε τον πισινό του. Τότε ένας Τούρκος, Γκέκας, κρυμμένος κάπουτα κλαριά, τον τουφέκισε και τον λάβωσετα δυο μηριά καιένα άλλο μέρος.