United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Φραγκογιαννού υπέσχετο χιλίων λογιών δώρα εις όλους, και θα ήτον ικανή να τα δώση, αν είχε μοσχάτα κρασιά, ωραία, λάδια «κεχριμπάρι», αστακοουρές, παστά κεφαλόπουλα, αυγοτάραχα, ξεροχτάποδα, εκλεκτά σύκα και παν ό,τι ηδύνατο να παράγη η νήσος της. Εις ένα των ενόρκων, άνθρωπον κίτρινον και βήχοντα, όστις εφαίνετο να πάσχη, υπεσχέθη αυτή να τον ιατρεύση, μ' ένα μαντζούνι που ήξευρεν.

Μίλα μου ως που το λεπτό φως της ημέρας μπη μέσα στην κάμαρα. Υπάρχει κάτι στη φωνή σου που είναι θαυμαστό. Δεν έχω απόψε διάθεση για κουβέντα. Αληθινά σου λέω. Τι απαίσια που χαμογελάς έτσι! Πού είναι τα σιγάρα; Α! ευχαριστώ. Τι εξαίσιοι αυτοί οι μοναδικοί νάρκισσοι! Φαίνονται σαν καμωμένοι από κεχριμπάρι και καινούριο φίλτινσι. Είναι σαν Ελληνικές αντίκες της καλυτέρας περιόδου.

Αυτή η βασιλοπούλα είχε το πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της είχε μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον γνέμα, και εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων χρωμάτων· το φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την εσκέπαζεν από τις πλάτες έως τους πόδας.

Ανασηκώθηκε και κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατα με τα μπράτσα του κάνοντας τον ακατάδεχτο στην αρχή και παίρνοντας στη συνέχεια τη ζωγραφισμένη νεροκολοκύθα γεμάτη κίτρινο κρασί που του πρόσφερε ο υπηρέτης. Τελικά ήπιε: ήταν γλυκό κρασί και αρωματικό όπως το κεχριμπάρι και πίνοντάς το έτσι, από το στενό στόμιο της νεροκολοκύθας, του έδινε σχεδόν μια αίσθηση ηδονής.

— Ο φίλος του Μήτρου· ο Λάμπρος Κάργας! — Και για πού με το καλό ; — Για την Αμέρικα... Και σεις; — Για την Αυστραλία. — Τι φόρτωμα ; — Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο.. Και σεις ; — Διαμαντόπετρες, μπιρλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι! Και όταν ετελείωνε το φανταστικό ταξείδι εγύριζε καθένας στο νησί φορτωμένος κολωνάτα. — Και σαν γυρίσης πίσω; ερώταεν ένας τον άλλον.