United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μιχαήλος που με ήξευρεν, επήγεν από νωρίς εις το βουνό και έφερε μια σουρβιά: Ένα μεγάλο κλωνί γεμάτο σφιχτά και πράσινα μάτια. — Μ' αυτά τα σούρβα, μανά, θα διούμεν απόψε την τύχην μας. — Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ' εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριαίς, και άρχισεν ο Μιχαήλος να βάζη τα σούρβα στη μέση πα στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας.

Αφού ωμίλησεν ούτω έπεμψεν άνθρωπον προς ένα των βουκόλων του Αστυάγους, καλούμενον Μιτραδάτην, τον οποίον ήξευρεν ότι είχε νομάς αρμοδιωτάτας προς εκτέλεσιν του σχεδίου τούτου και όρη γέμοντα αγρίων θηρίων. Ο άνθρωπος εκείνος είχε νυμφευθή μίαν συνδούλην του ήτις ωνομάζετο ελληνιστί μεν Κυνώ μηδιστί δε Σπακώ, διότι την κύνα οι Μηδοί καλούσι σπάκα.

Δεν ήξευρεν εάν έζη ή, και αν έζη, οποία τύχη την ανέμενε και εστενοχωρείτο, διότι δεν ηδύνατο να της παράσχη βοήθειαν και καθώς ο άνθρωπος ο κυλιόμενος έκ τινος κρημνού, προσπαθεί να προσκολληθή εις παν το πρόστυχον, ούτω και ο Βινίκιος προσεκολλάτο εις κάθε σκέψιν και εις κάθε ιδέαν, ήτις όμως μετ' ολίγον του εφαίνετο απραγματοποίητος.

Μετά τινας ημέρας τον ηκολούθησε πεζή και μετημφιεσμένη εις τον μυστηριώδη οικίσκον, με απόφασιν να θέση τέρμα εις την αγωνίαν της. Ήξευρεν ότι επροδίδετο, αλλά πριν έλθη εις τελείαν ρήξιν, επεθύμει να ίδη, να ψηλαφήση, ούτως ειπείν, το μέγεθος της συμφοράς της. Και ευρέθη προ της μικράς θύρας, ακριβώς την στιγμήν, καθ' ην εξήρχετο η γνωστή γραία.

Και ο Φρύνιχος επίσης υπήρξεν είς των ενθερμοτέρων οπαδών της ολιγαρχίας, επειδή εφοβείτο τον Αλκιβιάδην και ήξευρεν ότι εγίνωσκεν όλας τας εν τη Σάμω προς τον Αστύοχον ραδιουργίας του. Ενόμιζεν άλλως το οποίον ήτο και ορθόν, ότι ουδέποτε ο Αλκιβιάδης θα επετύγχανε την ανάκλησίν του παρά των ολιγαρχικών. Περιπλεχθείς δε άπαξ εις τον κίνδυνον, έδειξε μεγίστην σταθερότητα.

Ήξευρεν ο καπετάν-Φαφάνας ότι ο καπετάν-Φώκας ήτο μεγαλοπρεπής εις τα τοιαύτα, διατρέφων πλουσίως το πλήρωμά του. Τότε ο Γιάννης ο Μπύρρος ενθουσιασθείς από την απροσδόκητον εμφάνισιν του καπετάν-Φαφάνα, όστις θα του έψαλλε το «Χριστός γεννάται», ενθυμήθη ότι είχεν από την Σικελίαν μίαν βαύκαλον κονιάκ.

Η καλύβη αυτή ήτο τόσον παλαιά και ερειπωμένη, ώστε ενόμιζες ότι θα πέση· ήτο ωσάν να μη ήξευρεν η ιδία απο ποίον μέρος να πέση, και διά τούτο έμενεν ορθή. Ο δε άνεμος εφυσούσε με τρομεράν δύναμιν, και το παπί εκάθισε χαμηλά διά να μη το πάρη η τρικυμία. Τότε παρετήρησεν ότι η θύρα της καλύβης είχε στραβώσει, και έμενε μία τόσον μεγάλη χαραγματιά, ώστε ημπορούσε να περάση διά μέσου.

Έλεγε δε και αυτός ο Βρασίδας ότι διήρχετο την χώραν των Θεσσαλών ως φίλος, ότι δεν έφερεν όπλα κατ' αυτών, αλλά κατά των Αθηναίων, ότι δεν ήξευρεν αν υπήρχε μεταξύ των Θεσσαλών και των Λακεδαιμονίων έχθρα τις, ήτις να εμποδίζη τους μεν να διέρχωνται διά της χώρας των δε, και ότι τώρα δεν θα προχωρήση χωρίς την θέλησιν αυτών, αφού μάλιστα δεν ηδύνατο, και τους παρεκάλει να μη τον εμποδίσουν.

Ήξευρεν ότι ουδείς πλέον είχε δικαίωμα να έλθη εις την φυλακήν, και ότι δεν θα έβλεπε τον Βινίκιον, ειμή εις τους αγώνας, και τον παρεκάλει να παρευρεθή διά να τον ίδη ακόμη μίαν φοράν. «Είτε ο Χριστός με ελευθερώση, έγραφεν, είτε ο θάνατός μου, είναι το ίδιον διά σε· αυτό μου υπεσχέθη διά του στόματος του Αποστόλου, άρα είμαι ιδική του». Και τον εξώρκισε να μη λυπήται.

Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση». Ήξευρεν ότι δεν ήτο τόσον σηνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδιά. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τι έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.