United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρμενίδης: Ο Παρμενίδης και ο Ζήνων ο Ελεάτης υποστηρίζουν δογματικά το ενιαίο του σύμπαντος, αποδείχνοντας με πλήθος μεταφυσικούς ισχυρισμούς το αδύνατο της πολλαπλότητας των όντων. Μα ο Σωκράτης, με αλλεπάλληλες ερωτήσεις τους φέρνει σε αντιφάσεις, για να προκύψη τελικά ως βαθύτερο συμπέρασμα του διαλόγου, η σχετικότητα των ανθρωπίνων γνώσεων και το σφαλερό κάθε δογματικής θεωρίας.

Θα σου δώσω να πιείς: λίγη ρακή ή ούζο; Στεφάνα, που να σε πάρει η οργή, εδώ είναι ο μνηστήρας σου, ΣτεφάναΑκούγονταν οι γυναίκες, που χτυπούσαν τα έπιπλα με δύναμη. Τελικά εμφανίστηκε η ηλικιωμένη υπηρέτρια, με μια πετσέτα του φαγητού στο κεφάλι και μια άλλη στο χέρι, σοβαρή και επιβλητική, ωστόσο, με τα μάτια όλο εγκαρτέρηση στις επιθυμίες του αφεντικού της.

Ένα σωρό ερωτήσεις έφταναν ως τα χείλη της, αλλά δεν ήθελε να φανεί περίεργη και αδύναμη μπροστά σ’ εκείνο τον άνθρωπο που όλοι στο χωριό τον φοβόντουσαν και τον περιφρονούσαν. Ο κλητήρας με τη σειρά του δίσταζε να της δώσει το χαρτί, τελικά πήρε την απόφαση να της το δώσει και έφυγε γρήγορα.

Τελικά η θεία Νοέμι συνήλθε και με απομάκρυνε με το χέρι της, ενώ έλεγε: καλύτερα να είχα πεθάνει πριν έρθει αυτή η μέρα. Εγώ τη ρωτούσα: γιατί; γιατί; θεία Νοέμι, γιατί; Κι εκείνη με το ένα χέρι με απομάκρυνε και με το άλλο έκρυβε τα μάτια. Τι βάσανο! Γιατί ήρθα, Έφις; Γιατί;» Ο υπηρέτης δεν ήξερε τι να πει.

Και δυοτρεις φορές προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε∙ του φαινόταν ένα όνειρο. Τελικά κούνησε τον Τζατσίντο, προσπάθησε να τον ανασηκώσει, του είπε γλυκά: «Άντε, έλα μέσα! Η μαλάρια παραφυλάει…Το σώμα όμως του νεαρού έμοιαζε να είναι από σίδερο, ξαπλωμένο βαρύ, κολλημένο επάνω στη γη από όπου φαινόταν ότι δεν ήθελε πια να ξεκολλήσει.

Έσκυψε μέσα του: έσκαβε, σιωπηλός, τραβούσε, τραβούσε, όπως την πέτρα από ένα πηγάδι. Τελικά ανασηκώθηκε αναστενάζοντας, κουρασμένος και αδύναμος. «Τζατσίντο, άκου τι έχω να σου πω. Έτσι είναι ο κόσμος. Ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι και η ντόνα Νοέμι δεν θέλει. Εσύ φταις γι’ αυτό

Ο κόσμος πλάταινε, όπως η κοιλάδα μετά την καταιγίδα όταν η ομίχλη ανεβαίνει και εξαφανίζεται: το Κάστρο με φόντο το γαλανό ουρανό, τα χαλάσματα που πάνω τους η χλόη τρεμόπαιζε γεμάτη μαργαριτάρια, η πεδιάδα εκεί κάτω με τις συστάδες των βούρλων σε χρώμα σκουριάς, όλα είχαν μια γλυκύτητα παιδικών αναμνήσεων, πραγμάτων που χάθηκαν εδώ και πολύ καιρό, που θρηνήθηκαν, που αγαπήθηκαν κι έπειτα ξεχάστηκαν και τελικά ξαναβρέθηκαν όταν κανείς δεν τα θυμόταν και δεν τα νοσταλγούσε πια.

Μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό.» «Μόνο αυτό έχετε να μου πείτε;» «Μόνο αυτό έχω να σου πωΣώπασαν. Εκείνη έραβε, εκείνος είχε σηκώσει τα γόνατα και τα έσφιγγε με τα χέρια. Του φαινόταν ότι ονειρεύεται, δεν καταλάβαινε. Τελικά σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω.

Η γριά, αυτό τουλάχιστον δεν σου το είπε. Τώρα όμως πρέπει να το σκεφτείς σοβαρά. Πρέπει να το βγάλεις από το μυαλό της θείας σου αυτό το σαράκι, καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;» «Τι μπορώ να κάνω εγώείπε τελικά το Τζατσίντο και σαν να τον ξανακυρίεψε η παλιά του θλίψη. Σκυφτός μες στη σκιά κοίταζε τη γη στα πόδια του και έβλεπε μια μαύρη άβυσσο. «Τι μπορείς να κάνεις; Το ξέρεις, σου το είπα.

Αλλά οι καρδιές τους δεν ήταν τόσο σκληρές όσο φαινόντουσαν, και τα δάκρυα και οι προσευχές μου τους λύγισαν. Εγκατέλειψε αμέσως το βασίλειο, είπε ο δήμιος τελικά, «και πρόσεξε ποτέ να μην ξανάρθεις, γιατί δεν θα χάσεις μόνο εσύ το κεφάλι σου, αλλά και εμείς». Τον ευχαρίστησα με ευγνωμοσύνη και προσπάθησα να αυτοπαρηγορηθώ για το χάσιμο του ματιού μου, σκεφτόμενος από τι γλύτωσα.