United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπεσε λοιπόν στη θάλασσα. Ο μώλος ψηλός, ο Καπετάν-Πρέκας γέρος πια κι' αδύναμος, πάλαιψε, μα δεν μπόρεσε να γλυτώση. Μπορεί να του ήρθε και συγκοπή, όπως είπε ο γιατρός. Πήγε στον πάτο, ήπιε νερό, φούσκωσε, ύστερα η θάλασσα τον πέταξε απάνω και το απόγειο της νύχτας τον έσπρωξε κατά τη μπούκα του λιμανιού, που τον ψάρεψε η βάρκα.

Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους. λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις 120 έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη, και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε. και ολόρθοςτο κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο· τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, 125 τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει·την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει, πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας. και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· 130 «Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι, ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύωτα χέρια μου, ν' αντισταθώάνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. αλλ' όσοι με υπερβαίνετετην δύναμιν, αρχήστε του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». 135

Έσκυψε μέσα του: έσκαβε, σιωπηλός, τραβούσε, τραβούσε, όπως την πέτρα από ένα πηγάδι. Τελικά ανασηκώθηκε αναστενάζοντας, κουρασμένος και αδύναμος. «Τζατσίντο, άκου τι έχω να σου πω. Έτσι είναι ο κόσμος. Ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι και η ντόνα Νοέμι δεν θέλει. Εσύ φταις γι’ αυτό

Γέρος πια και αδύναμος• δεν έπαυε όμως να είναι άντρας και αρκούσε η σκιά του για να προστατεύει ακόμη τις τρεις γυναίκες. Τώρα ήταν εκείνος που ονειρευόταν για λόγου τους μια καλή τύχη: τουλάχιστον η Νοέμι να εύρισκε σύζυγο!

Σκόνταφτε στις ηφαιστειακές πέτρες, σκόρπιες εδώ κι εκεί, και του φαινόταν πως ο σεισμός που ανέφερε η παράδοση έγινε εκείνο το πρωί. Γυρόφερνε ανάμεσα στα χαλάσματα και είχε την εντύπωση ότι χρέος του ήταν να σκάψει, να βγάλει τα πτώματα κάτω από τα ερείπια, τους θησαυρούς του υπεδάφους, αλλά να μην μπορεί, έτσι μόνος που ήταν, τόσο αδύναμος, τόσο αβέβαιος από το πού ν’ αρχίσει.

Τότε φοβήθηκε και σκέφτηκε να γυρίσει στο χωριό, αλλά για πολλή ώρα τη νύχτα δεν μπορούσε να κινηθεί, αδύναμος, σαν να είχε χάσει αίμα. Κρύος ιδρώτας του έλουζε όλο το κορμί. Την αυγή ξεκίνησε.