United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή τον συχωράει κι' αυτός και τον λυπάται.. Σα βγήκαμε από το λιμάνι, το Άγιον Όρος εφάνταξε μπροστά μου, βουρκωμένο, μέσα στην πρωινή καταχνιά. Ήτανε σύννεφο τάχα, για ήτανε ο δικός σου ο καϋμός, άμοιρε Νικολάκη; Πώς πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας; Καλά-καλά δεν τώμαθε ποτέ κανένας.

Έπεσε λοιπόν στη θάλασσα. Ο μώλος ψηλός, ο Καπετάν-Πρέκας γέρος πια κι' αδύναμος, πάλαιψε, μα δεν μπόρεσε να γλυτώση. Μπορεί να του ήρθε και συγκοπή, όπως είπε ο γιατρός. Πήγε στον πάτο, ήπιε νερό, φούσκωσε, ύστερα η θάλασσα τον πέταξε απάνω και το απόγειο της νύχτας τον έσπρωξε κατά τη μπούκα του λιμανιού, που τον ψάρεψε η βάρκα.

— Ο Καπετάν-Πρέκας! Δεν τονέ βλέπεις; Ο βαρκάρης σέρνοντας το σκοινί, να το δέση στην πρύμη, σήκωσε μια στιγμή το δεξί του χέρι κ' έκανε, το σταυρό του. — Κύριε ελέησον! Τούτο πάλι ήτανε απ' τάγραφα... Δεν είπε άλλο λόγο. Σιγουράρησε το σκοινί πίσω στην πρύμη και ξανακάθησε στο κουπί. — Έλα! Τράβα να γυρίσωμε! είπε στο παιδί. Τη δουλειά μας την κάναμε σήμερα! Πιάσαμε μεγάλο ψάρι..

Ο αστυνόμος άκουγε βαρετά κι' ανόρεχτα, με συχνά χασμουρητά. Καταλάβαινε πως η ανάκριση ήτανε για τον τύπο. Για έγκλημα ούτε ιδέα! Νταραβέρια ο Καπετάν-Πρέκας δεν είχε με κανένα, κακό άνθρωπου δεν είχε κάνει ποτές του και λίγοι μέσα στο νησί ήτανε τόσο αγαπημένοι και καλοδεχούμενοι παντού σαν κι' αυτόν.

Άρπαξε ένα σκοινί απ' την πρύμη, τώκανε θηλειά κ' έσκυψε στην κουπαστή να το περάση στο κουφάρι. Καθώς έσκυβε, ένα κύμα ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι απ' το νερό, που έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει να ιδή ποιος σκύβει από πάνω του. — Μπα! έκανε ο βαρκάρης, περνώντας του τη θηλειά στη μέση. Ο Καπετάν-Πρέκας!... Αυτός δεν είναι; Το παιδί έσκυψε απάνω στο κουφάρι και τρέμανε τα κατασάγονά του.

Η Εξουσία δε βλέπει παραπέρα απ' τη μύτη της...Αν έβλεπε, θα καταλάβαινε πως ο Καπετάν-Πρέκας πνίγηκε από αγάπη. Μάλιστα! Λοιπόν σου λέω εγώ και να μ' ακούσης, πως ο Καπετάν- Πρέκας δεν μπορούσε να βαστάξη τον καϋμό της γρηάς του. Από αγάπη πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας! Ο Ρήγας του Μαθιού έμπηξε τα γέλια. — Σου το μήνυσε; είπε.

Ο Καπετάν-Πρέκας, βράδυ-βράδυ, έφυγε απ' το σπίτι τουόπως είπε μια ψυχοπαίδα, που είχανε στο σπίτιπαίρνοντας μαζί του το αρμίδι του και τα δολώματά του να πάη να ψαρέψη κάτω στο μώλο, καθώς έκανε χρόνια τώρα. — Απ' τη μέρα, που συχωρέθηκε η ψυχομάννα, πάνε τρεις μέρες τώραείπε η κοπέλλαδεν είχε βγη από το σπίτι. Εχθές είπε πως στενοχωρήθηκε μέσα στο σπίτι κ' έφυγε.

Αν ήτανε νέος, παλληκάρι, ο Καπετάν-Πρέκας, θα μπορούσε να πη κανένας πως ο ξαφνικός του θάνατος, τρεις μέρες ύστερ' απ' το θάνατο της γυναίκας του, δεν ήτανε, που λέει ο λόγος, από Θεού. Ποιος ξέρει! Είνε κι' αντρόγυνα που μοιάζουνε σαν τα τρυγόνια...

Ωστόσο ο Καπετάν-Πρέκας θάφτηκε δίπλα στη γρηά του, κι' αν δεν μοιράστηκε μαζί της το υστερνό κρεββάτι, μοιράστηκε τον ήσκιο ενός γέρικου πεύκου. — Κρίμα! είχε πει η γρηά Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, που δεν ήτανε βολετό ν' ανοίξουνε το λάκκο της γρηάς του και να της τον βάλουνε στην αγκαλιά της. Να κοιμηθούνε σαν τα τρυγονάκια, τα πουλάκια μου!... — Λοιπόν! νακούσης αυτό που σου λέω εγώ.

Σύμφωνος! είπε ο γραμματικός. Και οι ανθρώποι της Εξουσίας, ευχαριστημένοι απ' τη δουλειά τους και ήσυχοι, πως οι σκοτούρες τους τελείωναν ως εδώ, κλείσανε τα χαρτιά τους, με χασμουρητά, και σηκώθηκαν να κατεβούνε στον καφενέ. Μα και κανένας δεν πολυσκοτίσθηκε να μάθη το πώς και το γιατί πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας.