United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπεσε λοιπόν στη θάλασσα. Ο μώλος ψηλός, ο Καπετάν-Πρέκας γέρος πια κι' αδύναμος, πάλαιψε, μα δεν μπόρεσε να γλυτώση. Μπορεί να του ήρθε και συγκοπή, όπως είπε ο γιατρός. Πήγε στον πάτο, ήπιε νερό, φούσκωσε, ύστερα η θάλασσα τον πέταξε απάνω και το απόγειο της νύχτας τον έσπρωξε κατά τη μπούκα του λιμανιού, που τον ψάρεψε η βάρκα.

Ένα πρωί μια ψαρόβαρκα τον είδε να ταξιδεύη κατά την μπούκα του λιμανιού, μπρούμυτα απάνω στη θάλασσα, με το πρόσωπο βουτηγμένο στο κύμα και τα μεγάλα του άσπρα μαλλιά ανακατωμένα με τους αφρούς.

Και να που ένα βράδυ, αυτός ο ίδιος ο λιμενάρχης πήγε να τον βρει κάτω στις καμάρες του λιμανιού. Ο φίλος μου νόμιζε ότι ακόμη ονειρευόταν, ο άλλος όμως του είπε: ξέρετε, εδώ και καιρό σας ψάχνω. Ξέρω ότι σας απέλυσαν εξ αιτίας των χρημάτων, εμένα όμως μ’ ενδιαφέρει να μάθουν οι ανώτεροί σας και όλοι οι άλλοι την αλήθεια. Αυτό θα είναι το καλύτερο και για εσάς.

Και η καπετάνισσα παντρεύθη ένα ραβδί και περπατεί τις στράτες. Περνάει από κάτω από το σπίτι το ψηλό και καίγετ' η καρδιά της. Περνάει από τα μαγαζιά του λιμανιού, που είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά του κανακάρη της, κι' αναστενάζει θλιβερά. Περνάει κι' απ' την αμμουδιά, που τραγουδούνε τα κορίτσια το τραγούδι της Λενιώς, και βουρκώνουν τα μάτια της.

Ο μώλος ήτανε κτισμένος απάνω στα βράχια που τριγύριζαν το λιμάνι. Ο Γιαννάκης γύρισε μια μέρα κ' έρριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο νεόκτιστο πεζούλι. Απ' την άλλην ημέρα δεν περπατούσε πια στο δρόμο. Ανέβαινε απάνω στο πεζούλι και με ταδύνατα ποδαράκια του, κορδωμένος και περήφανος, με το κεφάλι ψηλά, έκανε όλον το γύρο του λιμανιού ως το σπίτι του. Τώρα δεν έσκυβαν οι άλλοι να τον ιδούν.

Δυο πιστολιές ακούστηκαν στο σούρουπο, και καταμεσής στη σκάλα του λιμανιού, πλημμυρισμένη από κόσμοότι ήταν φτασμένο το βαπόριένας άνθρωπος έφερε βιαστικά την απαλάμη στο στήθος, κλονίστηκε στα πόδια του κ' έγειρε απάνω σε δυο ξένα χέρια, που απλώθηκαν να τον βαστήξουν. Ο φονιάς τού την είχε ανάψει από κοντά, στήθος με στήθος, πριν προφτάση καλά-καλά να τον καταλάβη.

Πώς ψάρια, όταν τρανόκορμο τα κυνηγάει δερφίνι, σκορπούν και μες στου λιμανιού τρυπώνουν τους κρυψώνες κατάτρομα, τι χάφτει εφτύς όπιο τυχόν συλλάβει· το ίδιο κάτου απ' τους γκρεμούς στη ρεματιά κι' οι Τρώες 25 ζαρώνανε όλοι. Κι' όταν πια του μπούχτισαν τα χέρια βαρώντας, τότες διάλεξε νιους δώδεκα απ' το ρέμα για να πλερώσουν μ' αίμα τους το φόνο του Πατρόκλου.

Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθη τα νέα και να διαβάση την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια. Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε. — Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι.

Και απάνω στον κερεστέ, ένας μούτσος σκαρφαλωμένος, που έσερν' ένα σανίδι με κόπο, να το σιγουράρη στο σωρό, άφησε το σανίδι να πέση απ' το χέρι του, έβγαλε τη σκούφια του κ' έκανε το σταυρό του. Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, έσχιζε σιγά και λυπητερά τα νερά του λιμανιού, λάμνοντας ολοένα κατά το μώλο...

Δε θα το υποφέρη αυτό άνθρωπος που επέταξε τ' αγαθά του κόσμου, για τη θεϊκή γαλήνη, την ησυχία του ακύμαντου λιμανιού. Και αλήθεια είχε τη μικρή του ιστορία ο Άνθιμος. Στον κόσμον τον έλεγαν Αντώνη. Ήταν από μικρός πεντάρφανος, καλό όμως παιδί και φιλόπονο, επήγε κοντά σ 'ένα παπουτζή και τόσο καλά εφέρθηκε, οπού σε λίγα χρόνια έγεινε λαμπρός μάστορης.